Γεννήθηκα μάλλον με την αρμύρα στο αίμα. Και σαν όμοιους μου
λόγιζα μόνο όσους είχαν την ίδια πετριά. Και πίστευα και μάλλον πιστεύω ακόμα , σε πείσμα των συνθηκών πως στους ναυτικούς
κ τους καπεταναίους θα βρίσκω μόνο της θάλασσας την αλήθεια…
Kάποτε
ένοιωσα να βρίσκομαι ανάμεσα σε δυο πυρά… Ηταν τα λόγια του πρώτομπαρκου κ
ανυποψίαστου δοκίμου που άρον -άρον εγκατέλειψε, καράβια κ θαλασσινή καριέρα :
-«Κυρία Στέφη είναι
κακοί άνθρωποι οι ναυτικοί , σας λέω. Κακοί άνθρωποι»…
Και του ρομαντικού καραβολάτρη «δόκιμου» που εσχάτως – η «κακιά»
βάλθηκα να του γκρεμίσω ( με πολύ αγάπη πάντα) το γαλάζιο παραμυθένιο συννεφάκι . «Δεν νομίζω πως υπάρχουν πιο μορφωμένοι
άνθρωποι από τους ναυτικούς».
Διαφωνούσα και με τα δύο άκρα των απόψεων όσο και αν κατά
καιρούς βρέθηκα στην δυσάρεστη ή ευχάριστη ανά περίσταση θέση να αναρωτηθώ «βρε μπας και…»
Ενδόμυχα βέβαια ήξερα πως
η αλήθεια κάπου κοντά στην μέση
βρίσκεται κ ίσως να μπαλατσάρει κ προς την
«καλή» την μπάντα, όσο κ αν εσχάτως καταβλήθηκαν «φιλότιμες» και έντεχνες προσπάθειες
να αμαυρωθεί συνολικά η έννοια του «πλοιάρχου»
(-«Αυτός που άρχει του πλοίου», -«σιγά
μην ξέρει την ετυμολογία»), από κάποιους που κακώς φέρουν αυτόν τον τίτλο κατά
το πανθομολογούμενο….
Και σίγουρα δεν είναι τιμητικό εύσημο- και ας γράφει «αμοιβαία
συναινέσει» στην απόλυση- ούτε χρυσό γαλόνι να έχεις για κατευόδιο την
ρήση ηλικιωμένης καραβοκύρισσας -«Σε λυπάμαι γιατί δεν είσαι ούτε άντρας, ούτε
άνθρωπος, ούτε κ καπετάνιος.»
Και όσο και αν δηλητηρίαζαν τοξικά κάποιοι, από βλακεία,
μαλάκια, δόλο ή ανικανότητα (μαζί κ χώρια) την έννοια του κυβερνήτη, πλοίαρχου,
καπετάνιου, θαλασσινού («μα παιδί μου κ εσύ από κατσικοχωρί κ θα ήτανε καλός ναυτικός?» « Μα ο άλλος ,
κοντοχωριανός….» Εκείνος ήταν η εξαίρεση του κανόνα…) πεισματικά κ από γινάτι
έλεγα «όχι δεν είναι έτσι. Δεν θα αφήσω κάποιους
χείριστους ,να μαυρίσουν τον κόσμο μου, την ψυχή μου, το λυτροφόρο θαλασσινό
μπλε…
Όσο κ αν νομίζουμε κ όσο κ αν στεκόμαστε στα κακά κ στους κακούς
δεν είναι ΑΥΤΟ το φυσιολογικό, δεν είναι
ΑΥΤΟ το γενικό , δεν είναι ΑΥΤΟ που εν τέλει θα μείνει κ θα
σημαδέψει. Ναι Έγινε. Ναι τους ζήσαμε.
Ναι το «κακό» το μετουσιώνουμε σε θετικό κ πάμε παρακάτω ”block – delete”. Και «το» , και «τους» ξορκίζουμε.
Πριν ποτίσουν τα πάντα με το μίζερο, το ανώφελο, το άχρηστο, το κακό και το
άδικο.
Γιατί όμως στεκόμαστε εκεί ?έλεγα κ σκεφτόμουνα
Γιατί για να πολεμήσουμε το ανήθικο, το άδικο, να
υπερασπιστούμε ανυπεράσπιστους – βορά σε πεινασμένα μάτια λυσσαλέων- πρέπει να
μπούμε στον τρόπο σκέψης τους το μολυσμένο κ μαλακισμένο?
Και ναι , το ένοιωθα στο πετσί μου , κ στο βλέμμα το
κουρασμένο κ στην ψύχη που θέριευε αγριεμένη πως ελλοχεύει ο κίνδυνος , σαν
τρούμπα κ σαν σκρονταδούρα να με ρουφήξει αυτό όλο.
Και όχι, σαν ύστατη
αντίδραση , είπα πως θα τους μετρήσω, όλους όσους πέρασαν από τις γέφυρες μας… Από
τα μέσα του 70 μέχρι χτες…
Να πείσω τον εαυτό μου , και τους άλλους, πως οι αναλώσιμοι,
κ οι ποικιλοτρόπως ανίκανοι, δεν φτάνουν κ δεν πρέπει να φτάνουν ,για να αμαυρώσουν
μια ολάκερα πάστα και ράτσα αλλιώτικων ανθρώπων… (ναι είμαστε δυσλειτουργικοί οι
ναυτικοί στις σχέσεις τις ανθρώπινες εν γένει, ναι μπορεί να είμαστε παράδειγμα
προς αποφυγή στων κλινικών μελετών τις αναφορές,
όμως την ντόμπρα μαγκιά, κ την σταράτη ξηγησιά μας , στην στεριά ακόμη πιο
σπάνια συνάντησα).
«Τους «καπεταναίους»
των σκαφών μας
κάθισα να τους μετρήσω
τους παρόντες, τους απόντες
κάνα δυο περαστικούς.
Όσους ήρθαν για να μείνουν
όσους έφυγαν πριν γίνουν,
τους κοινόχρηστους, τους ξένους,
τους πολύ προσωπικούς.»
κάθισα να τους μετρήσω
τους παρόντες, τους απόντες
κάνα δυο περαστικούς.
Όσους ήρθαν για να μείνουν
όσους έφυγαν πριν γίνουν,
τους κοινόχρηστους, τους ξένους,
τους πολύ προσωπικούς.»
Του Αιγαιώτισσα, Του Αιγαιώτισσα ΙΙ, του sunny cruise… 30 στο σύνολο. Ενας τους
ο καπτα Σταύρος.
Ονόματα ξένα κ ξεχασμένα
ονόματα αγαπημένα, φίλοι κ αδελφοί
περαστικοί για ένα φεγγάρι μπάρκο, και άλλοι για χρόνια…
Πλοίαρχοι Α κ υποπλοιάρχοι κ με του τρίτου το χαρτί…
Καπεταναίοι κ πλοίαρχοι που αγάπησα, που δέθηκα , που
σεβάστηκα κ σέβομαι παρόντες πάντα κ για πάντα στη ζωή μου. Με παρουσίες
έντονες, με ιστορίες όχι πάντα χαρωπές. Με φουρτούνες, με μπουνάτσες, με
αβαρίες, με στενοχώριες. Με χαρές και λύπες και με πολλές δυνατές κ ανθρώπινες
στιγμές .Που μας σημάδεψαν κ μας χαράκωσαν ενίοτε αδερφοποιητά, σαν
σταυραδέρφια … Οι πολλοί προσωπικοί. Με ανοιχτές τις αγκαλιές κ αληθινές όσα
ξένα μπάρκα κ αν ακολουθήσουν, όσα χρόνια κ αν μεσολαβήσουν.
Κάποιοι ουδέτεροι… « Α ήταν ναι κ αυτός. Δεν τον θυμάμαι…»
κάποιοι με την νοσταλγία που συντροφεύει παλίες
χιλιοειπωμένες αστείες ιστορίες. «Θυμάσαι τον Καπτεν φλαμίγκο, τον Κις-Κις , το
Κούλη τον σπερδουκλο»… Ανώδυνοι και κατ ουσία αβλαβείς, στην ψύχη κ στην
καρδία.- «κυρία Στέφη είστε όμορφη» ασε μας καπετανιε…
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι (θεέ μου σε ευχαριστώ, μόνο 4 οι σκάρτοι κ οι σάπιοι)
ή μου βγαίνουνε πολλοί ( οι αγαπημένοι κ οι άξιοι με το θαλασσινό το αίμα κ την αλμύρα στο βλέμμα)
σ’ ένα μέτρημα που ανοίγει
την παλιά μου την πληγή.
Τους ανθρώπους της ζωής μου (τους καπεταίους μου )
θα `θελα να τους κρατήσω... (στα γραπτά κ στην ψυχή)
Τα αγρίμια, τους αγγέλους
και τους πιο κανονικούς.
Όσους άφησαν σημάδι
όσους πήρε το σκοτάδι,
τους εκείνους, τους τυχαίους
τους πολύ προσωπικούς.
Και ναι αυτούς τους 4 , τους σκάρτους, τους λίγους , τους μικρούς,
κ τους ποταπούς, στους 30 απλά τους πήρε
το σκοτάδι. Και η θάλασσα τους ξέβρασε κ τους ξεβράζει σαν τα αποσούρια της κακοκαιριάς
πάνω στα βράχια… Αυτούς τους πήρε το
σκοτάδι…
Άνθρωποι μόνοι που άφησαν σκόνη
φιλίες και αγάπες που πήραν οι δρόμοι
κλεμμένοι, κρυμμένοι, κρυφά δανεισμένοι
τυχαίοι, γενναίοι, δειλοί, φοβισμένοι
δικοί μου και ξένοι, λαμπροί και θλιμμένοι
σε σχέσεις, σε σπίτια καλά κλειδωμένοι.
Χαρούμενοι, άσχετοι, συνεπιβάτες
Μποέμ καλλιτέχνες, παιδιά με γραβάτες.
Εχθροί μου και φίλοι, μικροί και μεγάλοι
που δίνουν με μέτρο, που κάνουν σπατάλη.
Αγάπες που έμοιαζαν να `χουν αξία
και άλλες που ξέμειναν στη χειραψία
Φοβάμαι...πως χάνω το μέτρημα ....
Όχι δεν χάνω το μέτρημα.
Γιατί πάντα θα μου βγαίνουνε πολλοί. Οι καλοί , οι αγαπημένοι,
οι παρόντες.
Και αν σπατάλησα στο βιβλίο της γέφυρας μας κάμποσες σελίδες
για καμώματα που ξένισαν ήταν γιατί τόσο παράξενα φάνταζαν σε ένα κόσμο που δεν είχαμε μάθει…
Και ναι αν ποτέ βγει προς τα έξω το ανάγνωσμα αυτό, οι μαύρες σελίδες τους απλά θα υπάρχουν ως αντιπαραβολή κ
αντιπαράθεση στην παρουσία των άλλων, των σεβαστών κ αγαπημένων…
Και αν μπορούσε το Αιγαιώτισσα να μιλήσει, ένα σκαρί που όπως λεγαν έμαθε πια, στα πίσω – πίσω κατ ανάγκη να «ταξιδεύει μόνο του , από το φιλότιμο του» σίγουρα νοιώθει περήφανο
που γνώρισε κ έζησε κ ταξίδεψε με τον Γιάννη Μπ., τον Θεόφιλο, τον
Χρήστο, τον Αρτέμη, τον Θοδωρή .
Και εγώ όμως που μπορώ κ μιλώ κ έζησα κ αγάπησα κ άλλους καπεταναίους από το ΙΙ, στην λίστα αυτή, αυτών «που τιμή μου κ καμάρι μου» που τους γνώρισα θα έβαζα πρώτους πρώτους αντάμα κ μαζί με κείνους, και
τον Δημήτρη, τον Καπτά Νίκο, και τον Φώτη, και την Βάσω, και τον Αποστόλη και τον Γιάννη Λ.
Όσους άφησαν σημάδι…
τους πολύ προσωπικούς….