1.10.17

Το δικό μου μέτρημα...

Γεννήθηκα μάλλον με την αρμύρα στο αίμα. Και σαν όμοιους μου λόγιζα μόνο όσους είχαν την ίδια πετριά. Και πίστευα και μάλλον πιστεύω  ακόμα , σε πείσμα των συνθηκών πως στους ναυτικούς κ τους καπεταναίους θα βρίσκω μόνο της θάλασσας την αλήθεια…
Kάποτε ένοιωσα να βρίσκομαι ανάμεσα σε δυο πυρά… Ηταν τα λόγια του πρώτομπαρκου κ ανυποψίαστου δοκίμου που άρον -άρον εγκατέλειψε, καράβια κ θαλασσινή καριέρα :
-«Κυρία Στέφη είναι κακοί άνθρωποι οι ναυτικοί , σας λέω. Κακοί άνθρωποι»…
Και του ρομαντικού καραβολάτρη «δόκιμου» που εσχάτως – η «κακιά» βάλθηκα να του γκρεμίσω ( με πολύ αγάπη πάντα)  το γαλάζιο παραμυθένιο συννεφάκι . «Δεν νομίζω πως υπάρχουν πιο μορφωμένοι άνθρωποι από τους ναυτικούς».
Διαφωνούσα και με τα δύο άκρα των απόψεων όσο και αν κατά καιρούς βρέθηκα στην δυσάρεστη ή ευχάριστη  ανά περίσταση θέση να αναρωτηθώ «βρε μπας και…»
Ενδόμυχα βέβαια ήξερα πως  η αλήθεια κάπου  κοντά στην μέση βρίσκεται κ ίσως να μπαλατσάρει  κ προς την «καλή» την μπάντα, όσο κ αν εσχάτως καταβλήθηκαν «φιλότιμες» και έντεχνες προσπάθειες να αμαυρωθεί  συνολικά η έννοια του «πλοιάρχου» (-«Αυτός  που άρχει του πλοίου», -«σιγά μην ξέρει την ετυμολογία»), από κάποιους που κακώς φέρουν αυτόν τον τίτλο κατά το πανθομολογούμενο….
Και σίγουρα δεν είναι τιμητικό εύσημο- και ας γράφει «αμοιβαία συναινέσει» στην απόλυση- ούτε χρυσό γαλόνι να έχεις για κατευόδιο την ρήση  ηλικιωμένης καραβοκύρισσας  -«Σε λυπάμαι γιατί δεν είσαι ούτε άντρας, ούτε άνθρωπος, ούτε κ καπετάνιος.»
Και όσο και αν δηλητηρίαζαν τοξικά κάποιοι, από βλακεία, μαλάκια, δόλο ή ανικανότητα (μαζί κ χώρια) την έννοια του κυβερνήτη, πλοίαρχου, καπετάνιου, θαλασσινού («μα παιδί μου κ εσύ από κατσικοχωρί κ θα  ήτανε καλός ναυτικός?» « Μα ο άλλος , κοντοχωριανός….» Εκείνος ήταν η εξαίρεση του κανόνα…) πεισματικά κ από γινάτι έλεγα «όχι δεν είναι έτσι. Δεν θα αφήσω  κάποιους χείριστους ,να μαυρίσουν τον κόσμο μου, την ψυχή μου, το λυτροφόρο θαλασσινό μπλε…
Όσο κ αν νομίζουμε κ όσο κ αν στεκόμαστε στα κακά κ στους κακούς  δεν είναι ΑΥΤΟ το φυσιολογικό, δεν είναι ΑΥΤΟ  το γενικό , δεν είναι  ΑΥΤΟ που εν τέλει θα μείνει κ θα σημαδέψει.  Ναι Έγινε. Ναι τους ζήσαμε. Ναι το «κακό» το μετουσιώνουμε σε θετικό κ πάμε παρακάτω  ”block delete”. Και «το» , και «τους» ξορκίζουμε. Πριν ποτίσουν τα πάντα με το μίζερο, το ανώφελο, το άχρηστο, το κακό και το άδικο.
Γιατί όμως στεκόμαστε εκεί ?έλεγα κ σκεφτόμουνα
Γιατί για να πολεμήσουμε το ανήθικο, το άδικο, να υπερασπιστούμε ανυπεράσπιστους – βορά σε πεινασμένα μάτια λυσσαλέων- πρέπει να μπούμε στον τρόπο σκέψης τους το μολυσμένο κ μαλακισμένο?
Και ναι , το ένοιωθα στο πετσί μου , κ στο βλέμμα το κουρασμένο κ στην ψύχη που θέριευε αγριεμένη πως ελλοχεύει ο κίνδυνος , σαν τρούμπα κ σαν σκρονταδούρα να με ρουφήξει αυτό όλο.  
Και όχι, σαν  ύστατη αντίδραση , είπα πως θα τους μετρήσω, όλους όσους πέρασαν από τις γέφυρες μας… Από τα μέσα του 70 μέχρι χτες…
Να πείσω τον εαυτό μου , και τους άλλους, πως οι αναλώσιμοι, κ οι ποικιλοτρόπως ανίκανοι, δεν φτάνουν κ δεν πρέπει να φτάνουν ,για να αμαυρώσουν μια ολάκερα πάστα και ράτσα αλλιώτικων  ανθρώπων… (ναι είμαστε δυσλειτουργικοί οι ναυτικοί στις σχέσεις τις ανθρώπινες εν γένει, ναι μπορεί να είμαστε παράδειγμα προς αποφυγή στων κλινικών  μελετών τις αναφορές, όμως την ντόμπρα μαγκιά, κ την σταράτη ξηγησιά μας , στην στεριά ακόμη πιο σπάνια συνάντησα).
«Τους  «καπεταναίους»  των σκαφών  μας
κάθισα να τους μετρήσω
τους παρόντες, τους απόντες
κάνα δυο περαστικούς.
Όσους ήρθαν για να μείνουν
όσους έφυγαν πριν γίνουν,
τους κοινόχρηστους, τους ξένους,
τους πολύ προσωπικούς.»
Του Αιγαιώτισσα, Του Αιγαιώτισσα ΙΙ, του sunny cruise… 30 στο σύνολο. Ενας τους  ο καπτα Σταύρος.
Ονόματα ξένα κ ξεχασμένα
ονόματα αγαπημένα, φίλοι κ αδελφοί
περαστικοί για ένα φεγγάρι μπάρκο, και άλλοι για χρόνια…
Πλοίαρχοι Α κ υποπλοιάρχοι κ με του τρίτου το χαρτί…
Καπεταναίοι κ πλοίαρχοι που αγάπησα, που δέθηκα , που σεβάστηκα κ σέβομαι παρόντες πάντα κ για πάντα στη ζωή μου. Με παρουσίες έντονες, με ιστορίες όχι πάντα χαρωπές. Με φουρτούνες, με μπουνάτσες, με αβαρίες, με στενοχώριες. Με χαρές και λύπες και με πολλές δυνατές κ ανθρώπινες στιγμές .Που μας σημάδεψαν κ μας χαράκωσαν ενίοτε αδερφοποιητά, σαν σταυραδέρφια … Οι πολλοί προσωπικοί. Με ανοιχτές τις αγκαλιές κ αληθινές όσα ξένα μπάρκα κ αν ακολουθήσουν, όσα χρόνια κ αν μεσολαβήσουν.
Κάποιοι ουδέτεροι… « Α ήταν ναι κ αυτός. Δεν τον θυμάμαι…»
κάποιοι με την νοσταλγία που συντροφεύει παλίες χιλιοειπωμένες αστείες ιστορίες. «Θυμάσαι τον Καπτεν φλαμίγκο, τον Κις-Κις , το Κούλη τον σπερδουκλο»… Ανώδυνοι και κατ ουσία αβλαβείς, στην ψύχη κ στην καρδία.- «κυρία Στέφη είστε όμορφη» ασε μας καπετανιε…

Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι (θεέ μου σε ευχαριστώ, μόνο 4 οι σκάρτοι κ οι σάπιοι)
ή μου βγαίνουνε πολλοί ( οι αγαπημένοι κ οι άξιοι με το θαλασσινό το αίμα κ την αλμύρα στο βλέμμα)
σ’ ένα μέτρημα που ανοίγει
την παλιά μου την πληγή.

Τους ανθρώπους της ζωής μου (τους καπεταίους μου )
θα `θελα να τους κρατήσω... (στα γραπτά κ στην ψυχή)
Τα αγρίμια, τους αγγέλους
και τους πιο κανονικούς.
Όσους άφησαν σημάδι
όσους πήρε το σκοτάδι,
τους εκείνους, τους τυχαίους
τους πολύ προσωπικούς.


Και ναι αυτούς τους 4 , τους σκάρτους, τους λίγους , τους μικρούς,  κ τους ποταπούς, στους 30 απλά τους πήρε το σκοτάδι. Και η θάλασσα τους ξέβρασε κ τους ξεβράζει σαν τα αποσούρια της κακοκαιριάς πάνω στα βράχια…  Αυτούς τους πήρε το σκοτάδι…

Άνθρωποι μόνοι που άφησαν σκόνη
φιλίες και αγάπες που πήραν οι δρόμοι
κλεμμένοι, κρυμμένοι, κρυφά δανεισμένοι
τυχαίοι, γενναίοι, δειλοί, φοβισμένοι
δικοί μου και ξένοι, λαμπροί και θλιμμένοι
σε σχέσεις, σε σπίτια καλά κλειδωμένοι
.

Χαρούμενοι, άσχετοι, συνεπιβάτες
Μποέμ καλλιτέχνες, παιδιά με γραβάτες.
Εχθροί μου και φίλοι, μικροί και μεγάλοι
που δίνουν με μέτρο, που κάνουν σπατάλη.

Αγάπες που έμοιαζαν να `χουν αξία
και άλλες που ξέμειναν στη χειραψία

Φοβάμαι...πως χάνω το μέτρημα ....

Όχι δεν χάνω το μέτρημα.
Γιατί πάντα θα μου βγαίνουνε πολλοί. Οι καλοί , οι αγαπημένοι, οι παρόντες.
Και αν σπατάλησα στο βιβλίο της γέφυρας μας κάμποσες σελίδες για καμώματα που ξένισαν ήταν γιατί τόσο παράξενα  φάνταζαν  σε ένα κόσμο  που δεν είχαμε μάθει…
Και ναι αν ποτέ βγει προς τα έξω το ανάγνωσμα αυτό, οι  μαύρες σελίδες τους  απλά θα υπάρχουν ως αντιπαραβολή κ αντιπαράθεση στην παρουσία των άλλων, των σεβαστών κ αγαπημένων…
Και αν μπορούσε το Αιγαιώτισσα να μιλήσει, ένα σκαρί  που όπως λεγαν  έμαθε πια, στα πίσω – πίσω  κατ ανάγκη να «ταξιδεύει μόνο  του , από το φιλότιμο του» σίγουρα νοιώθει περήφανο  που γνώρισε κ έζησε  κ ταξίδεψε με τον Γιάννη Μπ., τον Θεόφιλο, τον Χρήστο, τον Αρτέμη, τον Θοδωρή .
Και εγώ όμως που μπορώ κ μιλώ κ έζησα κ αγάπησα κ άλλους καπεταναίους από το ΙΙ, στην λίστα αυτή, αυτών «που τιμή μου κ καμάρι μου» που τους γνώρισα θα έβαζα  πρώτους πρώτους αντάμα κ μαζί με κείνους, και τον Δημήτρη, τον Καπτά Νίκο, και τον Φώτη, και την Βάσω,  και τον Αποστόλη και τον Γιάννη Λ.
Όσους άφησαν σημάδι…
τους πολύ προσωπικούς….



30.9.17

του γιατρού... του θαλασσογιατρού...

volume #1 (γιατρέεεε... την τύχη μου μέσσσσαααα)

-«Τι θα πει γιατρέ μου να αφήσω κατά μέρος τέτοιες σκέψεις? Γιατί καλέ μου κυριουλή να μην τους κράξω λιμανίσια?. Έτσι κ αλλιώς ακόμη και εκείνοι που δεν έχουν τοίχο για ένα γαμω-λαικ ζουν»
-«Τους ξέρω καλέ μου καλα… άκου που σου λέω… Και μην προσπαθησεις να με ηρεμήσεις. Άκου. Για μια εντύπωση ζουν, να προβάλουν κ να πλασάρουν το ψέμα τους για αλήθεια… Γιατί κάλε μου άνθρωπε να μην τους απομυθοποιήσω στους followers?. Πάντα μ άρεσε τα κάστρα της άμμου να στραπατσάρω”
-“Nαι καλέ και εκείνοι που δεν έχουν τοίχο, ποζάρουν αυτάρεσκα οι ανίκανοι, κάποιος θα τους δει κ ας είναι περιορισμένο το κοινό κι η πρόσβαση, κάποιος θα τους το σφυρίξει ή από το ματί που τους ματιαξε κ το χασμουρητο κάτι θα ψυλλιαστούν»
-«Δεν ξέρω μωρέ τι λέει η επιστήμη σας αλλά πολύ θα ξαλάφρωνα με ένα δημόσιο ξεκατίνιασμα…και tag αντάμα.. Ναι ναι ,ξέρω η αστική μου ανατροφή, η φυσική ευγένεια, τι θα πει ο κόσμος. Ξεχνάτε βεβαίως βεβαίως πως εγώ είμαι του λιμανιού ε?… Ναι βέβαια, ένα δίκιο το έχετε, σαν άσυλο ανιάτων ανίατες περιπτώσεις θα φιλοξενεί».
-«Ναι καλά , τα ξέρω αυτά τα τσιτάτα, τα γράφουν σε τοίχους κ στάτα με υπογραφές στυλ «μαντολες παρολες»… « μη πέφτεις στο επίπεδο τους». «Ο βλάκας είναι ανίκητος» «Δίνεις αξία σε μηδενικά κλπ ..κλπ… Σιγά γιατρέ , με την φόρα που πήρατε μέχρι κ Λειβαδίτη θα μου απαγγείλετε… Είμαι μια ξεροκέφαλη εγώ… Μια πεισματάρα. Από τα παιδικάτα μου. Ωωω ξέφυγα του θέματος. Συγγνώμη»
-“ οχου κ μην μου λέτε να κάνω υπομονή, να κάνω τη δουλειά μου, να κάνω το μαλακα με τους μαλακες, με εκνευρίζετε αφάνταστα γιατρουλη μου κ δεν κάνει.Ετσί κ αλλίως το δοκίμασα.Περσινά , ξυνά σταφύλια..»
-«έχετε δοκιμάσει αγαπητέ μου χριστοπαναγιτσες να μοιράσετε κ διαλοσκορπισματα στα ανεμομαζωματα? Α χάνεται καλέ… λυτρωτικό σας λέω. άπαιχτο. Δοκιμάστε κ θα με θυμηθείτε»
-«Τι survivor κ συνθήκες απομόνωσης μου τσαμπουνάτε καλέ μου? Τύφλα να έχει ο Ντανος-εξολοθρευτής κ οι μηχανορραφίες του κινέζου. A propo μεγας fan του, τι περιμένεις»
-«Έλα μωρέ, καντε μου την χάρη, δυο λεξούλες για τον καθένα τους θα χαραμίσω. Δυο μόνο, που γλαφυρά θα τους περιγράφουν. Καλέ πλάκα θα έχει. Μην φρικάρετε. Στοίχημα πως μπορεί να μπερδευτούν , και σε αλλουνου τα κουσούρια τη φάτσα τους να αναγνωρίσουν.»
-«τι θα πει μου το απαγορευτε? Είναι τόσα που να τα γραψω βιβλίο? Άντε , Δεν το είχα σκεφτεί. Ανάρπαστο θα γίνει στης ψυχιατρικής κοινότητας τα στέκια? Μοναδικές περιπτώσεις οι ήρωες κ αντιήρωες? Σωπα? Κλινικές περιπτώσεις ε? Μα γλυκέ μου. ΕΝΤΣΤΑΣΗ, εγώ ξέρω να γράφω ναυτικά, θαλασσολουσμενα θαλασσογραφήματα? Τι λάθος κάνω κ εδώ? Αλήθεια? Σχετίζονται ε? "
-«θα το σκεφτώ. Λετε να είναι ιδέα καλή? Αν είναι να το τολμήσω το πόνημα να γελάσει κ ο κάθε πονεμένος , πικραμένος κ ονειροπαρμένος αναγνώστης..
-«Μα γιατρέ μου, όμως ξεφύγαμε από το θέμα. Εγώ για άλλο σας τηλεφώνησα. Μήπως εκεί στα άπειρα παπίρια κ διπλώματα-παπλώματα σας, σας βρίσκεται εύκαιρο και κανένα ΝΑΥΤΙΚΟ φυλλάδιο? Κάτι πέρασε από το μυαλό μου… Σατανικό η αλήθεια είναι….. Ένα μπάρκο είναι. Μη κάνετε έτσι… Μη … Μη το κλείνεται …σας παρακααλλλ……..»

-«μπιπ μπιπ μπιπ…»
-«μπιπ μπιπ μπιπ…»
-«μπιπ μπιπ μπιπ…»
«Ο αριθμος που καλείτε δεν λειτουργεί προσωρινά για τεχνικούς λόγους»
-«μπιπ μπιπ μπιπ…»
-«μπιπ μπιπ μπιπ…»
«Ο αριθμός που καλέσατε ενεργοποίησε φραγή εισερχόμενων κλήσεων»



volume # 2 (Του γιατρου… «Αυτοί , όχι εμείς» …)
-«Που είχαμε μείνει καλέ? Πράματα κ θάματα γίναν από τότε… Τι σας έλεγα?»
-«Μα καλέ μου, ναι ναι ξέρω σας πήρε καιρό να συνέλθετε από εκείνη την δειλή την παλαβή την πρόταση… Ναι ναι μα το Δια και το Toουτατη και το Ραμσή και τον Ιανό και τον Θορ αν γουστάρετε… υπόσχομαι ο στομας μου δεν θα ματατολμησει να το ξαναψελιζει… Ναι εκείνα τα λόγια για το πασαπόρτι το ναυτικό το εύκαιρο…»
-«Ναι καλέ μου το εμπέδωσα… δεν θα σε ξαναπρήξω… Ακόμη κ αν είναι του γιατρού και δει ειδικότητας σα και ελόγου σου…»
-«Άλλο είναι το θέμα μας… κάτι στιχάκια (σαλεμένων εποχών) , εσχάτως μου τριβελίζουν γιατρέ το μυαλό. Τα σκαρώνω και τα ξεσκαρώνω μονομιάς. Τι? να πω παράδειγμα? Μα θα αναρωτηθείτε τι θέλει να πει ο ποιητής… Μα τίποτα παραπάνω από το προφανές .Φθηνή ρίμα της πενταροδεκάρας… σα και ελόγου τους…»
-«Μα το καρφί /βίδα κρυφή, βιδά κρυφή , βιδά κρυφή» «Ψάξε ,ψάξε δεν θα το βρεις, το ρουφιανάκι που ζητείς». Ψάχναμε το καρφί τοτενες… Αλλά στο τοίχο κανείς δεν σκέφτηκε να δει…
-«Είδατε γιατρέ… οίστρος ουδείς, άσπρα κοράκια , μαύρα κοράκια. Από αυτά ειδικά μπόλικα».
-«Τι εννοείται ότι παραείναι σουρεαλ  ο λόγος μου απόψε. Νταλκάδες η γυναίκα. Μα να χω τόσους θαυμαστές, κρυφά λέει να γράφουν  και να καταγράφουν τον εξάψαλμό? Και ούτε ένα γλυκόλογο η σκύλα. Χριστοπαναγίες κ στον αγύριστο, του λιμανιού λέμε… Και θα την βρίσκουν έτσι τις κρύες , τις ανήλιαγες νύχτες του χειμώνα με το μισό φεγγάρι? Στριγλλίτσες κ βρισίτσες κ οδυρμούς να ακούνε στο replay ?Βίτσια γιατρέ μου βίτσια, μα όπως λέει κ ποιητής (ααα συνάδερφος) «Τι να πεί κανείς για το αυτό της αυτηνής”… και το αυτό του αυτουνου…
-«Ναι φυσικά δεν θα σώσουμε εμείς ολο τον κόσμο. Σα δεν θέλουν να σωθουν , μη σώσουν. Θε να τα φάνε , σε κακέκτυπα τρουμποειδη καταγώγια? Σε σαμπανιέρες με βαθμό ξυδιού, στου προέδρου τα φορτία? Kαρφάκι (ωχ είπα την λέξη που στοιχειώνει ε? φτου κακό… πιπέρι στο στόμα) δεν μου καίγεται… Δεν πα να καταλήξουν σαν τον Γουιλι  ( όχι του survivor τον αλλονα ντε ) τον μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί (τουλάχιστον στου Καββαδία τα χρόνια κ τα παπόρια περίμενε τη βάρδια του την βραδινή να σχολνούσε ε?»
-«σωστά δεν μιλάω γιατρέ? Ναι βεβαία μια κατάντια «με δίχως πλευρικά» την απεύχομαι η αλήθεια είναι .Τώρα που το σκέπτομαι  κακώς πολύ κακώς την απέρριψε κείνη την πρόταση 18-30 , yolo, sex drugs & rocn roll, ψέματα και βιντεοταινίες κ.ο.κ.» Ταμάμ του ταιριάζει η σκούνα , εξάλλου «πρέπει να είσαι λέρα για να κυβερνάς γαλέρα» και άμα έχεις κ τέτοιο τσούρμο, τύφλα να χουν του αστεριξ οι περιπλανώμενοι κουρσάροι. Κ ας είναι η μόνη καριέρα της νύχτας- που κορδώνεται-  πορτιέρης σε τριτοκοσμικό κωλάδικο της Εθνικής, σε παράδρομο βεβαίως βεβαίως… στα σκοτάδια κ τα σκοτεινά…
-«Ναι τα ξαναματαπατε αυτά. Για την αστική ανατροφή, τους τρόπους τους καλούς, το σεις, το σας κ τα κουραφέξαλα.και για το σεβασμό το είπατε. Οσο δείξαν στον πόνο, την αγωνία και το θάνατο, τόσο εισπράττουν. Και αι σιχτιρ . Και κουβέντα τσιμουδιά γιατρέ μου γιατί αγριεύω ε?
-«Όσο για την τσουπρα , τη γνωστή κ μη εξαιρετέα,  πάντων κ πασών και παλουκιών που εζήλωσε δόξα και τιμή «εταιρίας δολοφόνων» και πρόθυμη και ασθμαίνουσα και κλαίουσα να συντάξει την στερνή των επιθυμιών και παραδόπιστη κ σκορδόπιστη και το «σκατό μας παξιμάδι» ( όχι γιατρέ δεν υπαινίσσομαι τίποτα για την σακούλα που ίπταται κ προσγειώνεται… ουπς, τσουπ… βρωμάει) , προφανώς όμοιος στον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα… Όχι όχι το ορκίζομαι (στον Δια, Τοοτάτη, Ραμσή, Ιανό….) τυχαία η αναφορά στη κοπρια….»
-«Μα ναι , ας χαλαρώσουμε λίγο την κουβέντα μας γιατί η γυαλάδα στο μάτι σας τρομάζει ε? Δεν έπρεπε εσάς… ταπεινά συγνώμη, μα είδατε πως πλανάται κανείς. Τόσα περιστατικά και αγιάτρευτα, κρυωματάκι τα δικά μας…»
-«Μα ναι τώρα που το λέτε και αυτό χειρονακτική εργασία λογίζεται και δει κοπιαστική τα μάλα. Βέβαια σε ηλικίες άλλες είθισται τέτοιο … χμ ας σας κάνω τη χάρη κόσμια να εκφραστώ … παίγνιο… Αλλά ναι ναι συμφωνώ»
-«Και που θέλετε να ξέρω καλέ πόσο πάει η ταρίφα της. Δεν έκανα ρεπορτάζ για τα κόκκινα φανάρια . αν και προ διετίας στο τσακ την είχα την αποκλειστικότητα, 69 διαφορετικοί προορισμοί στο Αιγαίο λέμε…»
-«Ναι καλέ, ακόμα γελάω… αχαλίνωτη η φαντασία τους. Μα θα άφηνα την ομάδα χωρίς σέντερ φορ για ένα μήνα.  Άσε που σπόνσορα μας έχουν , μα την περσινή περσόνα θα έφερνα… για όνομα….»


volume  # 3 (Του γιατρού… «Αυτοί , αυτοιί, αυτοιιιιιί, ο έ ο » …)
-« Μη με μαλώνεις καλέ μου… ψύχραιμη ήμουνα στο τελευταίο λόγο… Ναι είσαι …ο μεγαλύτερος του είπα κ γέμισε το στόμα μου… Λακαμάς φυσικά»…
-«Και ξέρεις γιατρέ μου τι είναι όλοι στο τέλος σε επίρρωση των λόγων σου να προστρέχουν… Απόλαυση…»
-«Ναι κ τα κερατιάτικα χαράμι… και χουνέρι …Έχει γερή «ευχίτσα» στο κατόπι του. Όχι κακία δεν έγινα. Μπορώ και χειρότερα… Ναι ε? μα μη με προκαλείς. Εδώ το έχω… Και τα βουντού κ την γριά την κολλητή τσιγγάνα- Φάτα μοργκάνα… «Τόσα δίνω πόσα θες
στα λαδάδικα πουλάν αυτό που θες». Φυσικά και όχι εγώ… Οι άλλοι»
-«Μα τι να πρωτοπώ για τούτο το μήνα ? «wake me when September ends”… Το πιο  ευφάνταστο ? «αρχές εκεί, μια καταγγελία παρακαλώ …τον εαυτό μου να δώσω.  Καρφώτη».  Αχ δεν έχουν το θεό τους καλέ μου. Χαραμίζονται. Στράφι τόσο ταλέντο.  Δελφιναρίου κ Σεφερλή γωνία τα σενάρια τους.»
-«Αλλά τους μέτρησα… ναι τους μέτρησα… Και μου βγήκαν λίγοι,  πάντα λίγοι οι σκάρτοι. Τετράδα ομοούσια κ όμοια – όμοιος στον όμοιο κ η κοπριά στα λάχανα, ξανά πιπέρι … Ο …ρακης ο πιο μαλακάκος… μικρο-τετοίος λένε οι κακές οι γλώσσες ,  μετρίο-τετοιος παντού ,εξ ου κ τα κολλήματα του… μπαμπεσάκος του Τσιφόρου…  Όχι ο άλλος είχε μεγάλη  μύτη δεν… άλλη κατηγορία… Για τον Νικολάκη τα είπαμε δεν θα τα ξαναλέμε, τον ξέρασε η θάλασσα… κ ο αλήστου για ζει για πεθανει κανείς δεν τον αναγορεύει…. Ούτε καν οι νόμιμες σύζυγοι… Ναι αυτή είναι η τετράδα… ΣΑΝΓ λέμε το αρκτικόλεξο»
-«Και έλεγα τον πόνο μου στις γάτες  ---γάτες ντε--- εκείνοι οι καλοί, οι μαγγιωροι οι ναυτικοί, μπιτ δεν στροφάρετε γιατρέ? Κ η φουφού του καστανά, το φουμπου της εποχής… Ον λάιν τα καμώματα κ τα καθέκαστα τα μάθαινε η πιάτσα… Και με τους νερόμπατσους στο κατόπι… «τι έγινε? Για πες για πες»  ρώταγαν τα καλόπαιδα τα γνωστά τα λιμανίσια αλάνια… ε όχι δεν είπα πως είμαι παιδί καλό ποτέ εγώ … βούκινο, με το νι κ με το σίγμα κ με το σήμα και με τα καθέκαστα… Γελάνε κ οι πίντες είπαμε… κ οι ντόκοι… κ τα ξομολα… κ ξέρεις πως παίρνει τις φήμες το κύμα κ το νεράκι γιατρέ μου?  Από νησί σε  κυκλαδόνήσι και  μέχρι βουνήσια απόσκια φτάνει…»

-« Μα ναι, έμενα στα α@@δια μου , να κ αν πας να μου κάνεις κακό, να κ αν δεν πάς.  Μήτε φοβάμαι, μήτε φοβήθηκα… Κάνε – ναι για δοκίμασε με- να πειράξεις ανυπεράσπιστο αγαπημένο κ θα φτύσεις μαύρο γάλα. Κακιά? Είπαμε μπορώ κ χειρότερα…»
-« Μα ναι θα του παγαίνανε οι χειροπέδες… Όχι στο κρεβάτι… μπλιαχ το βόδι… Οι άλλες, εκείνες που δεν του φόρεσαν , σαν δεν τον άφησα να κάνει την αποκοτιά»
- «Ναι δεν θα σας χρειαστώ άλλο καλέ μου. Μπορείτε να μονάσετε… όχι δεν την είπα την τελευταία λέξη στους φτωχομπινέδες»
-« Και ναι, βέβαια, αυτό δεν ήταν ημερολόγιο… βιβλίο ολάκερο… Τρελό γέλιο λέμε… Εκεί με τα σενάρια τους –ποιος Φώσκολος καλέ το άλυτο μυστήριο του «αντ΄αυτού»…
Και να το ξέρετε κ για άλλα περιστατικά γιατρέ μου … «Όχι δεν είναι κακοί άνθρωποι οι ναυτικοί, αλλά ούτε κ οι πιο μορφωμένοι όλων, απλά πρέπει κ επιβάλλεται για ζωή κ για θάνατο να είσαι λέρα για να κουμαντάρεις μια γαλέρα… Και ναι  bocca lupo κατί ξέρανε ευχή είναι… bocca volpi πάλι δεν ξέρω…
-«και στο κατευόδιο το στερνό  πριν σηκώσει το μπλουσταρι καταπέλτη «Εσύ , εσύ τα κάμες όλα κ να πας να γαμηθείς…» και γελάω γιατρέ μου γελάω γιατί έχει η φήμη η έρπουσα πολλά ποδάρια… κ άντε τώρα να τους πεις κ να τους μολογήσεις πως για ξεμπρόστιασμα τους εξεπίτηδες το πέταξες το όνομα της σιμπρίας…» Και τσίμπησαν ψάρια μικρά κ μεγάλα… και γέλωτες από του αιγαίου μέχρι του Ιονίου τα νερά…

Ημερολόγιο καταστρώματος προς θεώρηση…over.


29.5.14

Των καρναγιων "η αφηρημενη τεχνη"

Παντα το πιστευα πως τα καρναγια ειναι χωρος τεχνης κ εκφρασης...να κ η σημερινη αποδειξη... Καμβας? τα υφαλα, τα εξαλλα, τακοι, μαδερια, παλιοβαρελα, τα βαζα κ οι στελες

 Χρωστηρες? μινιο , μουραβια , σκουρια κ υφαλοχρωματα  , βερνικια, ασταρι κ αντισκωριακο

Καλιτεχνες? εκεινοι οι τρελοι που ακομη επιμενουν το περισσευμα αγαπης, κ τη θαλασσα τους με μερακι να μερεμετιζουν...
Ζωγραφιες Αφηρημενης Τεχνης ενος μικρου καρναγιου
















28.3.14

"Πεμπη πεφτουμε"

Την πεμπτη πεφτουμε ειπε ο καπτα Σταυρος...
Μια μερα βροχαδα με νοτια μουντο.
Ενα μεσημερακι παραξενο, βουβο, διχως ηχο...
Αυτη την φορα , σε αυτη την καθελκυση, σε αυτο το ριξιμο , το πεσιμο ή οπως αλλιως δεν πηγα στην πρυμη, δεν πηγα στην κουπαστη, δεν πηγα στη γεφυρα. Πλωρα , καταπλωρα στα ριζα του μπαστουνιου.
Να βλεπω βαζα,κορακι, σχαρα, στερια κ θαλασσα, τα συρματα να τεντωνουν, να νοιωθω το σκορτσο τους ...
Κ αυτη τη φορα ειπα πως δεν εχει φωτογραφιες... την μηχανη ρυθμισα στο βιντεο κ το ματι μου εφευγε ελευθερο, επαιζε δεξια κ αριστερα , να κοιτα αν ολα ειναι καθως τους πρεπει, να αφουγκραζομαι αν πηραν με την πρωτη μπρος οι μηχανες, ποσο σιμα ειναι το φουνταρισμενο ιστιοφορο....
Ολα αυτα λοιπον στο βιντεακι το μικρο, το ερασιτεχνικο ,της καθελκυσης... που μπορει τις εικονες κ τις στιγμες να απαθανατισε, να τις φυλαξε κ να τις φυλακισε στο φακο , μα τα συναισθηματα που καθε μα καθε φορα που νοιωθω σε καθε "ριξιμο" δεν μπορει να τα αποτυπωσει...
Κ για το βιντεο απλα πατηστε εδω







26.2.14

Καθελκυση με το παραδοσιακο τροπο των παλιων καρναγιων

σε βιντεο το ενα λεπτο της καθελκυσης . Αξιζει να το δειτε

Εχουν περασει ηδη 28 χρονια απο οταν στο ιδιο αυτο Καρναγιο (βλυχο Λευκαδας) ναυπηγηθηκε κ επεσε για πρωτη φορα στα νερα το Αιγαιωτισσα.
Εχω περασει μια ζωη απο παιδακι σε καρναγια, σε αναλκυσεις, καθελκυσεις, ναυπηγησεις. Σε μικρα ή πιο μεγαλα πλεουμενα. Ωρες ατελειωτες κουβεντας με καραβομαραγκους, σε ταρσαναδες , στις πλωρες ξυλινων σκαριων. Ομως την εμπειρια της καθελκυσης νομιζω πως δεν υπαρχουν λογια να την περιγραψουν. Καθε φορα πεταω τη σκουφια μου για να ειμαι πανω στο σκαφος που θα "πεσει", να ακουσω το πλαφασμο της θαλασσας, τα νοιωσω τα συρματα να τ αμολανε, τους αρμους να τριζουν, το σκαφος να βουτα... Ετσι κ φετος... Ομορφα "πεσαμε" κ απαλα" δεν φρεναρισε, δεν σκορταρισε το σκαφος , δεν ανοιξαν οι αρμοι... Κ ειχε κ ταξιδακι μεχρι το λιμανι, ισα να ξεκαπνισουν οι μηχανες... Και ειχε κ μανουβρα , ισα να ξεμουδιασουν τα χερια με τους καβους...
Κ αν στο παρελθον καθε "ριξιμο", "πεσιμο", "καθελκυση" αποτελουσε εικονα συνηθη για τα νησια , τωρα το ριξιμο ενος ξυλινου μεγαλου σκαφους με το παραδοσιακο τροπο των βαζων σπανιζει, κ αποτελει αξιοθεατο για το "φιλοθεαμον" κοινο κ για φιλους αγαπημενους. Κ ετσι στο λιμανι δεν γυρισαμε κενοι επιβατων μα ειχαμε συντροφια τον Θοδωρη, τον Φωντα, τον Γιαννη, τον Βασιλη ...συνολο 10 νοματαιοι μαζι με καπτα Σταυρο , Πανο, Βεσσαριο, Χρηστο, Αντωνη κ εμενα...






11.11.13

ροτες παιδικες κ αλλιωτικες

-"τα περισσότερα στη ζωή μας έχουν μια εξήγηση. Άλλοτε τη "βλέπουμε", άλλοτε δεν την "βλέπουμε" και μερικές φορές δεν θέλουμε να τη "δούμε" μου ειπανε. Ετσι ακριβως...
 Καποιες φορες ολα αποκωδικοποιουνται σαν αντικρισεις μια παλια φωτογραφια... Ποσο μαλλον σαν ξεφυλλιζεις των παιδικων χρονων τις "σελιδες" των αναμνησεων . Απο το 1977 μεχρι το 1985 ...
Στο μικρο το παντα αγαπημενο "sunny cruise"...
Allegro-αντισυμβατικη-θαλασσινη... Αυτα με μπολιασε η αρμυρα που ποτισε τοτε το αιμα μου.

Διχρονη , Ιουνη του 73 με ενα κοτερο , (εκεινο λεει που γυριζε τα πλανα στις παλιες του james Bond τις ταινιες) με πηγανε στην Τηνο να βαφτιστω...
Και εγω επλεα σε πελαγα τρισευτιχισμενη...Και απο τα βαφτισια θυμαμαι πως πηρα απο το χερι τον καπετανιο νονο , φορεσα το παλτο κ ζητησα να παμε να δουμε στης Τηνου το λιμανι τα βαπορια κ να φαμε καραβισια μακαροναδα κ να αγναντευω πρυμες πλοιων κ ρεμετζα...

Και ηρθε μετα το sunny cruise... Ιονιο κ Αιγαιο με φουρτουνες με μπουνατσες... τοτε που στης αγονης τα νησια  μητε λιμανια υπηρχαν , μητε ηλεκτρικο κ ηταν ολα τοσο πιο ωραια.

"σαν γυφτακι" ... μαυριδερη κ ηλιοκαμενη με ενα τσαμπι σταφυλι να τσιμπολογω κ με ενα βιβλιο στο χερι να διαβαζω ... ταξιδευοντας ανταμα με τους αγαπημενους, αυτους που παντα ητανε μαζι αλλα κ τους αλλους που τους προσμενα με αδημονια καθε καλοκαιρι να φανουν. Σαν τον κιθαριστα μας , τον αγαπημενο curt , τον Αυστριακο με την μαγικη φωνη. Που ακομη νοσταλγω τα τραγουδια του στην πλωρη, τα βραδυα... "black rose" με ελεγε κ ρωταγε τι ηθελα να τραγουδησει... κ του ζητουσα μονιμα κ συνεχως επιτακτικα δυο τραγουδια "My bonnie lies over the ocean" κ την μπαλαλαικα. Ομως σιγησε η φωνη του χρονια τωρα, ενα βραδυ που ηρθε στο ονειρο να με αποχαιρετησει..."φευγω" μου ειπε κ τον ακουσα τελευταια φορα να τραγουδα 



Την λατρευα την αιωρα της πλωρης... Κ ας την μαζευαν καθε φορα που ειχαμε φουνταρισμα. Μονο στα λογκαδα την σκαριαζαν, που δεν ενοχλουσε το βιντζι. Και τα βραδια την ξαναμαζευαν γιατι εκει ηταν το στεκι που με ρετσινα κ κιθαρες περνουσαμε τα βραδια μας ...ελληνες κ ελβετοι κ αυστριακοι ανταμα... Κ οταν τα αλλα τα πιτσιρικια , την ωρα που ανοιγαν τα σχολεια, οι φιλοι κ οι συμμαθητες λεγαν πως ηταν τα καλοκαιρια τους στο χωριο κ την πολη δεν ειχαν χωρο οι δικες μου αναμνησεις. Τοσο ξενες, τοσο αλλιωτικες, τοσο παρατερες.

"Παππου" σαν ναυαγος εισαι ειπε ο εγγονος βλεποντας την πρωτη φωτο με τα μουσια...
 "Παππου εισαι δυναμη" ειπε βλεποντας την δευτερη...
Εγω ομως αναπολησα την αγαπημενη μου θεση εκει στην κουπαστη της πλωρης που εσκαγε το κυμα... Παντα εκει με μπουνατσα , με φουρτουνα , με τα ποδια κρεμασμενα εξω να βλεπω μπροστα απο την πλωρη, να χανεται το ματι στο μπλε του οριζοντα....

Πως λεει το τραγουδι "Να ξαναγινομασταν παλι πιτσιρικοι?"
Τουλαχιστον δεν σκοτωσε ο χρονος ουτε το χαμογελο, ουτε την ευτυχια που μου χαριζει καθε ανταμωμα με την θαλασσα κ με το κυμα.
Κατι ειναι κ αυτο.


11.9.13

Exr. Samina - 13 χρονια μετα

Καθε Σεπτεμβρης ειναι μια μαυρη επετειος...
Αναδημοσιευω εδω τις σκεψεις κ τα συναισθηματα που μου γεννησε η εφετινη ετσι οπως δημοσιευθηκε στο περιοδικο Εφοπλιστης (τευχος  245 Σεπτεμβρη 2013)




O ίδιος απαράλλαχτος διάλογος , η ίδια παντα σκηνή δεκατρία χρόνια τώρα ,λίγο πριν σαλπάρει με το πλοίο της γραμμής απ το νησί, για το νησί…
Δεν χρειαζόταν πολλά λόγια. Και οι δυο ξέρουν ποια είναι η προτεραιότητα στων μπαγκαζιών το περιεχόμενο.
-«Μάνα τα έβαλες?»
-«Ναι παιδί μου», κάθε φορά η ίδια συνωμοτική απάντηση
-«Μάνα θέλω να βεβαιωθώ , να είμαι ήσυχος»
-«Δες παιδί μου μόνος σου» Κάθε φορά η ίδια συγκαταβατική απάντηση.

Και καταγαλιαζει της ψυχής η αγωνιά σαν αντικρίζει τα βατραχοπεδιλα ,παντα πάνω πάνω, παντα πρώτα, χειμώνα –καλοκαίρι ατού ταξιδιού τη χειραποσκευη…

----
Δεν ήταν καλή επιλογή να ταξιδέψει με τούτο το από παντού κλειστό ταχύπλοο. Μπορεί να γλίτωνε χρόνο αλλά ασφυκτιούσε, της έπαιρνε τον αγέρα, της έκοβε την ανάσα.
Και άρχισε μεσομπουγαζα να κουνά με ένα παράξενο σκαμπανέβασμα. Προσπάθησε να ελέγξει τον πανικό που την κυρίευε. «έτσι κουνάνε ετούτα»… Σε κάθε σκαρτάρισμα , σε κάθε χτύπημα της μάσκας στο κύμα… Και ο ιδρώτας την έλουζε, κ ο φόβος την κυρίευε, κ οι εικόνες –δεκατρία χρόνια τώρα- ολοζώντανες ξανά, κ είναι τώρα μέσα στην θάλασσα… Και ο φόβος έγινε κραυγή, κραυγή τρομαχτική κραυγή ανεξέλεγκτη , κραυγή άναρθρη που γέμισε το χώρο τον επιβατών γυρεύοντας διέξοδο. Και ήρθαν όλοι, το πλήρωμα, πρόστρεξαν οι αξιωματικοί, κ πήγε στη γέφυρα, να νοιώσει ασφάλεια, να βλέπει τι γίνεται κάθε στιγμή , σε κάθε κύμα. Μόνο έτσι θα ησύχαζε…

----
Κάθε φορά κάθε καλοκαίρι η ίδια η σκηνή στο νησί, δεκατρία χρόνια τώρα, η ίδια συγκίνηση στο σμίξιμο , στο καλοκαιρινό αντάμωμα.. Και η κουβέντα παντα κάθε φορά να περιστρέφεται οδυνηρά κ μόνο γύρω από κείνη την νύχτα, κ ας υπήρχαν χίλια δυο ακόμη να μοιραστούν. Ξανά κ ξανά κ ξανά τα ίδια λόγια, οι ίδιες περιγραφές, ο ίδιος πόνος, ο ίδιος τρόμος, τα ίδια αναπάντητα ερωτηματικά, η ίδια ευγνωμοσύνη για τους σωτήρες - μα είναι τόσο  βαριά αυτή η λέξη… « Κ είμαστε ακόμη ζωντανοί»

---
Και σαν να ηρθε του χρόνου το πλήρωμα , δεκατρία χρόνια μετά , η καλοστεκούμενη μεσόκοπη κ περήφανη γυναίκα ,αξιώθηκε λέει με δάκρυα απροσποιητα στα μάτια, δάκρυα μόνο  να ψελλίσει ψιθυριστά , πέφτοντας στην αγκαλιά ενός τόσο αγαπημένου άγνωστου
«Χάρη σε σας έχω το παιδί μου. Ευχαριστώ…Αλλά δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο, δεν μπορώ να κάνω για σας τίποτα άλλο»

---
Κοιτάνε το βλέμμα του, ένα βλέμμα θόλο, ένα βλέμμα κενό, ένα βλέμμα άδειο… Εκεί που σε παρακολουθεί , εκεί χάνεται, βυθίζεται σε ένα κόσμο ομόδικο του , απροσπέλαστο, αδιόρατο, άγνωστο σε όλους… Κανείς δεν ξέρει τι σκέφτεται εκείνες τις ώρες, τότε που αρχίζουν οι ζαλάδες του – δεκατρία χρόνια μετά- Ξέρουν μόνο πως τότε άρχισε να θολώνει η ματιά , τότε άδειασαν από ψυχή , από καρδιά κ από αντοχές ετούτα τα κενά μάτια.

----
Δεκατρία χρόνια μετά κ ακόμα σε κάθε λογκαδο, σε κάθε περατζαδα , σε κάθε ταξίδι θέλει να βλέπει την πλώρη του, παντα την πλώρη του , κ ας είναι μέρα , κ ας είναι νύχτα… Θέλει να ξέρει, να έχει ο ίδιος γνώση πως Πόρτες δεν θα βρεθούν ξανά στου καραβιού του τη ρότα.

----
Το γύρισε στα βιβλία, στο διάβασμα, στο δίκαιο, ναυτικό δίκαιο, αποφυγή συγκρούσεων, ότι είχε σχέση με καραβιά, με ατυχήματα, με  ναυάγια, έπρεπε να αποκτήσει γνώση, έπρεπε να βρει απαντήσεις, έπρεπε να καταλάβει, έπρεπε να αγορεύσει. Έπρεπε σε κείνη , και στην επόμενη τη δική να βρει εξηγήσεις, να βρει γιατρειά «Ε όχι 82 νεκροί είναι πολλοί, υπάρχουν όρια» …Δεκατρία χρόνια μετά ακόμη την γυρεύει απεγνωσμένα  η ψυχή του .
---
Έλιωνε ολοένα κ περισσότερο, έλιωνε κάθε μέρα ,ανήμπορη σε ενός νοσοκομείου τον ασφυκτικά μικρό θάλαμο… Δεν έχανε την ελπίδα της κ ας της κατάτρωγε τα σωθικά, κ ας μη μπορούσε πια να περπατήσει – «Λες να μπορέσω να ξαναβάλω παπούτσια?» ρωτούσε με  αγωνιά… Και οι γιατροί δεν έδιναν μήτε φρούδες ελπίδες… Και ξερνά όλοι – επιστήμονες κ δικοί- πως εκείνη η νύχτα η αποφράδα, δεκατρία χρόνια πριν, τότε που έψαχνε τον άντρα της ήταν η αφορμή που πυροδότησε τούτο το νόσημα.

 Στο βιβλίο λοιπόν των ζωών τους, στα τόσα ξεχωριστά βιβλία των ζωών τους , μια σελίδα η τσακισμένη, σελιδοδείκτης κ ορόσημο για κάθε πρόταση , για κάθε παράγραφο…
Γραμμένη με μαύρα με τα πιο μέλανα , τα πιο τονισμένα γράμματα,
Κιτρινισμένη από το χρόνο ,
Κιτρινισμένη από τα δάκρυα κ το πόνο,
Διόλου δεν ξεθώριασε…
Παντα εκεί ανοίγει το βιβλίο , σε κάθε τυχαίο ξεφύλλισμα , σε κάθε αναφορά.

Μα γιατί δεν στάθηκε ο χρόνος γιατρειά – κατά πως λένε- σε τούτο των ναυαγών τον τρόμο που ξεπηδά κάθε φορά ολοζώντανος  ακόμη κ σήμερα στα λόγια, στις αφηγήσεις, στη καθημερινότητα τους?
Πως γίνεται δεκατρία χρόνια μετά τα τραύματα κ οι πληγές του μυαλού , της καρδιάς , της ψυχής να χάσκουν ορθάνοιχτες, να πονάνε ακόμη τόσο οδυνηρά, να μην έχουν βρει γιατρικό?
Και αν κάποιος- σκληρά κ άδικα – αναρωτηθεί μήπως οι σελίδες οι τσακισμένες του βιβλίου , των τσακισμένων ζωών είναι με υπερβολή διανθισμένες? Σαν τα δράματα που δίνουν υπόσταση σε ζωές άχρωμες κ αδιάφορες, που χρήζουν κάποιους κομπάρσους σε πρωταγωνιστές?

Μπορούμε? , θα μπορέσουμε άραγε ποτέ όλοι εμείς οι «απέξω» να νοιώσουμε  ποτέ πως ένοιωσαν, πως εξακολουθούν να νοιώθουν ετούτοι οι άνθρωποι , και οι δικοί τους , οι κοντινοί τους , οι οικογένειες του?
Και αν για κάποιους   η θάλασσα ακόμη κ φουρτουνιασμένη, ακόμη κ αυτή του ναυάγιου δεν φέρνει τρόμο, είναι τα "νερά τους" για όλους αυτούς τους ανθρώπους , τους  νησιώτες, του ναυάγιου τους επιζήσαντες, τους  ταξιδευτές, που βρέθηκαν εκείνο βράδυ μέσα στα παγωμένα νερά  ήταν κάτι άγνωστο, ήταν κάτι φοβιστικο κ ήταν νύχτα κ ήταν σκοτάδι κ ήταν εφιάλτης κ είναι εφιάλτης ακόμη κ τώρα που κλείνουν τα μάτια κ ζωντανεύει η φρίκη.

Και θέλοντας να ακούσω των ψυχών τους τα μύχια, να δω τι αντίκριζε εκείνο το βλέμμα το τρομαγμένο, να καταλαβαίνω γιατί «δεν ξεπερνιέται ποτέ» κατά πως λεν, γιατί παντα θα χάσκουν οι πληγές ανοιχτές , γιατί ποτέ η μάτια γαληνή δεν θα κρύβει,  γυρίσω πίσω, ανατρέχω σε κείνη τη νύχτα, τότε που σταμάτησε ο χρόνος, σε κείνα τα λεπτά , σε κείνες τις ώρες κ τους ξανάκουω, αφήνω να ζωντανέψουν οι δικές τους, οι καταδίκες τους , οι μοναδικές οι μνήμες…
 τι κ αν κάθε μια ψυχή βίωσε κ βιώνει αλλιώτικα την δική της αλήθεια, τι και αν η διαφορετικότητα κάθε περιγραφής, η κάθε ξέχωρη οπτική κάνει κ τους ίδιους να αναρωτιούνται «Μα ήμασταν στο ίδιο ναυάγιο»?
Πως διηγείσαι ένα θαμπό όνειρα το επόμενο πρωί, έτσι συγκεχυμένα, δίχως λογική είναι οι εικόνες που έχει  μαζέψει ο καθένας με  την δική του "αλήθεια" παραμορφωμένη, τρομαγμένη, υπερβολική , φοβισμένη , ακόμη κ τώρα μπερδεμένη στο μυαλό . θολές ασύνδετες εικόνες.. Γιατί να έχει όμως νόημα? Τι είχε νόημα άραγε από κείνη την νύχτα
---
«κοιμάται  ανέμελος, κουρασμένος , στο τέρμα των διαδρόμων κατάχαμα με σλιπινγκ μπαγκ σαν όλους τους νεαρούς της οικονομικής θέσης. Ξυπνά …Δεν καταλαβαίνει τι έγινε. Τι είναι  εκείνος ο πανικός .όλα έγιναν αστραπιαία. Όταν ανακαλεί την μνήμη θυμάται μόνο πως ίσα που πρόλαβε να φορέσει σωσίβιο που του πέταξε μια άγνωστη κύρια 3 λεπτά πριν βουλιάξει. Δεν ξέρει  μπάνιο παρά μόνο με βατραχοπεδιλα. Αδύνατος κ λιπόσαρκος θυμάται –«σε ένα ντοκιμαντέρ το είδα»- πως αφού είχε σωσίβιο δεν πρέπει να βγάλει ούτε ρούχα ,ούτε παπούτσια, ούτε το δερμάτινο μπουφάν …για να γλιτώσει την υποθερμία.
«Κοιταζω το ρόλοι, πότε πέρασαν τρεις μίση ώρες στην θάλασσα ?
«Εγώ κ άλλοι 10 ναυαγοί η μάλλον 10 φωτάκια σωσίβιων , αυτό βλέπω  μες στο σκοτάδι να  παρασερνόμαστε μακριά από τους υπόλοιπο το τσούρμο να μας πηγαίνουν τα ρέματα κ τα κύματα ξομακρα  προς τα ανοιχτά.»
 Βλέπουν  τα ψαροκάικα σε μεγάλη απόσταση , να περνούν να κατευθύνονται στις  ξερές εκεί που ήταν μαζεμένοι οι πολλοί.
Βρίσκονται ξαφνικά οι τέσσερις άγνωστοι  πιασμένοι αγκαζέ- αυτός , μια κοπέλα, και ένα ζευγάρι σαμιώτες , ο άντρας θηριώδης- σε μια ύστατη προσπάθεια να ενώσουν τις δυνάμεις κ τις αντοχές τους..
Κάποιοι τους αντιλαμβανονται . Ερχονται κοντά μικρά ταχύπλοα. Δεν μπορούν όμως να πλησιάζουν. Η  θάλασσα τα σηκώνει στον αέρα. Τα  πετά το κύμα .  Τις κουλούρες δεν μπορούν να τις πιάσουν. Οι ναυαγοί τους φωνάζουν. «Φύγετε θα πνιγείτε».
Είναι παράξενο ..Τον δικό τους τον κίνδυνο μέσα από την θάλασσα δεν τον έβλεπαν , δεν τον αντιλαμβάνονταν, δεν θελαν να τον αντιληφθούν «Μπορεί κ να τον συνηθίσαμε αφού δεν πνιγήκαμε εξαρχής»  .Βλέπουν όμως τα σκάφη να κινδυνεύουν. Τότε ένας τους φωνάζει « θα σας στείλω ένα μεγάλο» . Νόμιζαν πως το λέγε για να τους εμψυχώσει φεύγοντας.
Βλέπουν όμως να τους πλησιάζει ένας όγκος φωτισμένος . «ναι θα μπορέσει να μας σώσει» αναθαρρούνε.  Όμως οι κινήσεις του δύσκολες  κ ξαφνικά  «το  βλέπουμε  να στρίβει απότομα  κ να έρχεται καταπάνω μας  με την πλώρη» . Ολοθορθο το σκάφος από το κύμα , αντικρίζουν  τα βρεχόμενα κ την καρίνα στον αέρα , μόνο η πρύμη είναι μέσα στο νερό. Νομίζουν πως θα πέσει  πάνω τους. «την γαμήσαμε» σκέφτεται κ κλείνει τα μάτια περιμένοντας το τέλος.
 Όμως ξαφνικά  βρίσκονται στο πλάι του , εκεί που απαγκιάζει στα απήνεμα. Μια φιγούρα όρθια στην πλώρη  του πετά την κουτουλά κ ναι  «πετυχαίνει τρίποντο» την περνά μέσα από το χέρι του. Τους τραβούν κ τους 4 μαζί σφιχταγκαλιασμένους , αλλά κοπανάν στα πλευρικά του μεγάλου σκάφους.  Μπλέκεται το σκοινί στα ξάρτια «Τραβήξτε εσείς τα μπόσικα» τους φωνάζουν . Όμως λίγο πριν την σωτήρια οι δυνάμεις εγκαταλείπουν, το σθένος εξαφανίζεται. Ήδη η υποθερμία τον κυριεύει.
Η κοπέλα απελευθερώνεται πηγαίνει  στην σκάλα , το ίδιο κ ο θηριώδης σαμιώτης  Ξαφνικά η γυναίκα που ήταν κ αυτή εξαντλημένη κ γαζωμένη από τον λαιμό του χάνεται.. Δεν ξέρει τι συνέβη, την ψάχνει  κάτω από το νερό, νομίζει πως πνίγηκε, αφήνει την κουλούρα  να ψάξει να βρει αυτή την άγνωστη , όμως  το κύμα τον πηγαίνει  κάτω από την σκάλα , δεν έχει  αντοχές να πιαστεί θα σκοτωθεί  ανάμεσα στα σιδερά, . Σβήνει… θυμάται μόνο 2 γυμνά ποδιά –να μπαίνουν μέσα στο νερό κ να τον αρπάζουν. « Θα τα αναγνώριζα ακόμη κ τώρα ανάμεσα σε χιλιάδες ποδιά» Νομίζει – εκεί τον έχει εγκαταλείψει η μνήμη- πως τον πέταξαν σαν σακί στο κατάστρωμα.
Θυμάται μόνο πως είπε «τώρα σώθηκα» . Έχει παγώσει , νοιώθει κάποιον να τον χτυπά στη πλάτη , ξερνά θάλασσα, ξερνά νερό.  Εκεί βλέπει κ τους υπόλοιπους τρεις, τα τρία μοναχικά Φώτα που για ώρες μηνάν σφιχταγκαλιασμένοι. Εκεί ήταν  και άλλοι  ήταν πάνω από 25 , γύρω στους 30 οι σωσμένοι.. Μα δεν προλαβαίνει  να χαρεί . Ζαλίστηκε πολύ , τον πιάνει η ναυτία.  Και ένας φόβος παράλογος πως τώρα που σώθηκε θα βουλιάξει κ αυτό το σκάφος της σωτήριας. Και πεσμένος κατάχαμα , παγωμένος, με μια κουβέρτα , αρχίζει να φωνάζει , να ικετεύει για στεριά….
Και η μίση  ώρα μέχρι να τους πιάσουνε στο λιμάνι ήταν για αυτόν ο χειρότερος εφιάλτης…


Νόμιζε πως όλα τελείωσαν σαν πάτησε στη στεριά, δεν θυμάται πως σώθηκε, και ας πέρασε λίγη ώρα μόνο.  Θυμάται μόνο ένα όνομα “panther” , δεν ξέρει όμως αν το είδε, αν το διάβασε , αν το άκουσε, αυτοί λέει είναι οι σωτήρες του … και είναι ένα μεγάλο άσπρο σκαρί με δυο άλμπουρα. Δεν στάθηκε να δει , δεν συγκράτησε τίποτα, δεν είδε τίποτα , δεν θυμάται πως πέρασε τόσες ώρες στα κύματα. Πατά στεριά κ μόνο αυτό έχει σημασία. Μέσα στο σκοτάδι, διακρίνει το εκκλησάκι, νοιώθει την ανάγκη να πάει , να ανάψει ένα κεράκι, ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης.
Μπαίνει μέσα , είναι σκοτάδι, μα νοιώθει πως δεν είναι μόνος.
-«Θα είναι ναυαγοί σκέφτεται κ τους έβαλαν εδώ να κοιμηθούν».
Ανάβει το κερί κ ετοιμάζετε να προσκυνήσει κ όπως το αχνοφεγγισμα του φωτίζει την εκκλησία κ  καταλαβαίνει με τρόμο πως το εκκλησάκι της παράλιας είναι μια εκατόμβη , πως εκεί έβαλαν τους πνιγμένους….
Και τούτο είναι το μόνο που θυμάται, το μόνο που κάποιες φορές καταφέρνει με κόπο να διηγηθεί… για αυτόν ο χειρότερος εφιάλτης….


«(…) ακούμε ένα τρομερό κρότο ,ένα δυνατό τράνταγμα. Πέσαμε από τις καρέκλες. Ένοιωσα να με ποδοπατάνε στην προσπάθεια τους να βγούνε έξω. Πανικός, φωνές υστερίας, γυναίκες – μα αυτή είναι ψύχραιμη ακόμη - να ουρλιάζουν , παιδάκια να κλαίνε. «Φόρεσα σωσίβια σε περίπου δέκα άτομα. Πάω προ το πίσω μέρος του πλοίου κ πιάνομαι από την κουπαστή, έχει τρομερή κλίση με το ζόρι κρατιέμαι»
γλιστρά μέσα , βουλιάζει τέσσερα μέτρα , ξαναβγαίνει .  Κοιτά πίσω. Το πλοιο γερμενο κ επάνω του , μέσα κ έξω άτομα γαντζωμένα.
«Αρχίζω να φωνάζω « Πέστε το πλοίο βουλιάζει, θα σας πάρει μαζί του» Σχεδόν παρακαλούσα.
Βλέπω δίπλα μου μια κοπέλα αλλοδαπή να προσπαθεί να πάει προς το πλοίο που βουλιάζει. Την κρατάω, αντιδρά, Επιμένω» Σχεδόν παλεύουν οι δυο γυναίκες.
«Αν την άφηνα το καράβι θα την έπαιρνε μαζί του. Βλέπω σε μικρή απόσταση μια ομάδα ανθρώπων , τραβώ την κοπέλα κ κολυμπώ προς το μέρος τους. Απελπισμένα πιανόμαστε ο ένας από τον άλλον , Όχι όμως για πολύ. Το πλοίο βυθίζεται, έρχεται τότε ένα κύμα τεράστιο, μας βουλιάζει 4-5 μέτρα. Αισθάνομαι να με τραβούν χέρια από παντού, από τα μαλλιά , τα χέρια ,τα ποδιά, Νοιώθω να έρχεται το τέλος , προσπαθώ να κρατηθώ στην επιφάνεια, να πάρω ανάσα, καταπίνω νερό, νοιώθω να πνίγομαι, σε μια τελευταία προσπάθεια κάνω βουτιά κ περνώ κάτω από όλους που ήταν γύρω μου. Από κείνη τη στιγμή κ μετά  αποφεύγω κάθε άλλο άνθρωπο που βλέπω δίπλα μου…
(…) Και τότε βλέπω τον εφιάλτη που θα στοιχειώνει τα όνειρα μου για ολόκληρη τη ζωή μου: Δεξιά μου βλέπω κάποιον χωρίς σωσίβιο μπρούμυτα στο νερό. Τον τραβώ. Είναι νέος ,περίπου τριάντα. Τον κραταω,Του μιλώ. Προσπαθώ να τον Εμψυχώσω , να του δώσω κουράγιο. Τον βεβαιώνω πως θα σωθούμε αρκεί να βοηθήσει και εκείνος. Τον βαράω , δεν αντιδρά. Δεν ανταποκρίνεται. Βλέπω μια πόρτα να επιπλέει.. Τον ακουμπάω επάνω συνεχίζοντας να του μιλώ. Καμία αντίδραση. Συνεχίζω περίπου μίση ώρα. Δυστυχώς καταλαβαίνω ότι δεν ήθελα να παραδεχτώ. Είναι νεκρός. Βλέπω να πλησιάζουν άνθρωποι για να κρατηθούν από την πόρτα . Φοβάμαι πως θα πιαστούν πάλι πάνω μου. Αφήνω τον άντρα κ αρχίζω να κολυμπώ…»
 Μετά από τρεις ώρες στη θάλασσα ηρθε η σωτήρια από παραπλέον σκάφος
«Γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα μας βγάζουν στο Λιμάνι της Πάρου. Ο Εφιάλτης έχει τελειώσει.
Έτσι νόμιζα τουλάχιστον . Γιατί οι Εφιάλτες μόλις άρχισαν»

Και για κανέναν, για καμία ψυχή, για κανένα ναυαγό, για καμία οικογένεια δεν έπαψαν κ δεν θα πάψουν ποτέ,
Γιατί ο χρόνος δεν αρκεί πανάκεια να γίνει κ γιατρειά για τον πόνο, για τον φόβο, για την απελπισία, την οδύνη, την φρίκη, τον θάνατο.


(Στη  μνήμη της Χριστίνας που έφυγε άδικα , 13 χρόνια μετά ,αφιερωμένο)

2.5.13

Αδ. Κοραης στην Κιμωλο... Μια αλλιωτικη προσεγγιση

Ενα αρθρο μου στον Εφοπλιστη του Μαη που αφορα στο βιντεακι το διασημο πλεον της Κιμωλου.
Απο μια διαφορετικη οπτικη...
Ισως καποιοι το βρουν καυστικο, ειναι ομως το "παραπονο" μου , το μεγαλο παραπονο ενος ανθρωπου , μιας γυναικας που γεννηθηκε, μεγαλωσε κ ζει στη θαλασσα για τον τροπο που αντιμετωπιζουν οι νεοελληνες το υγρο στοιχειο, τα βαπορια, τους ναυτικους, τους θαλασσινους.

Πριν το διαβασετε δειτε το βιντεο...
 εδω

Αν αντεχετε διαβαστε τα σχολια. οχι αυτων που αντικρισαν κ εισεπραξαν τα αυτονοητα , αλλα των αλλων...

Και αν κ εσεις "θυμωσετε" με τους "καπεταναιους του καναπε" τοτε διαβαστε το αρθρο μου στον "Καταπλου" του Μαη.
στον Εφοπλιστη (πατωντας εδω) 
ή πανω στις φωτογραφιες


26.4.13

Ενα παράδοξο ρεμετζο....

μπουχτισμένη απο τις στεριανες σκοτουρες, μπαιλντισμενη απο το τρεξιμο κ με μια ανειπωτη λαχταρα να δω την προπελα να γυριζει, τα απονερα να σκορπαν αλμυρα  εγραφα δυο μερες πριν :

"Ζηταω πολλα?
Δεν ζητω τους ωκεανους , ουτε τα μακρινα πελαγη...
Ενα μιλι , ενα σταδιο του μιλιου μακρυα απο τη στερια να βρισκομαι μου φτανει για να νοιωσω αλαφρωμενη...
τριγυρισμενη μονο απο θαλασσα, απο κυματα, απο αλμυρα, απο μπλε...
να αφησω ολες τις στεριανες σκοτουρες , τους ανθρωπους της, τις εγνοιες, τις συμβασεις κ τους συμβιβασμους, πισω στο ντοκο...εξω... κ ας μην σαλπαρω μακρυα...μονο να μην με αγγιζουνε, να μην φτανουνε, να μην με θωρουνε κ οταν μ αναζητανε να απαντω "δεν μπορω τωρα , αρμενιζω..."
)
"

------------------------------------------------------------

Και σημερα :

"Βισμαρκ" & "Αιγαιωτισσα ΙΙ"

 ή αλλιως

 Δαβιδ & Γολιαθ

ή αλλιως ενα πρωτοτυπο ρεμετζο...
Τα ψυγεια των κυριων μηχανων του Αιγαιωτισσα ΙΙ , λυμενα για καθαρισμο αρα μηχανες γιοκ για την μανουβρα που διακαως ηθελε ο Καπτα Σταυρος για να βαψει κ την δεξια παντα του καραβιου. 
-"Αντε ρε Πανο , ποτε θα δεσεις τις μηχανες να το σκαντζαρω?" 
- "Για αυτο στεναχωριεσε? πρωι πρωι αυριο θα το γυρισουμε το σκαφος" 
- "πως?" 
- "Θα φερω το πριαρι..."
 Ο χτεσινος σχετικα σουρεαλιστικος διαλογος τους... Και σημερα πουρνο πουρνο , με την μπασα - των ρεματων- κ πριν βαλει το Μαιστρο , απικο με το πριαρι, την βαρκα ντε του Πανου με το θρυλικο ονομα "bismarc" να αριβαρουμε για το ιδιοτυπο τουτο ρυμουλκιο....
40 μετρα το ενα σκαρι  , 4 μετρα το αλλο... Ε αυτο ηθελα να το ζησω... 
Σχοινακι πρυμισιο , η μηχανουλα της βαρκας να αγκωμαχα , 
-"Ελα πισω, να μην ξενεριζει η προπελα" κ εγω να παιζω το ρολο ερματος...
Και μια δυο τρεις , το γυριζε πλωρα - πρυμα το Αιγαιωτισσα...Διχως προπελια δικη του, διχως μηχανες....
 










 ( Ο λογος που εχω αδυναμια στα μικρα πλεουμενα ειναι κ τουτος... Οι θαλασσινοι που τα κουμανταρουν πρεπει πατεντες να σκαρφιζονται συνεχως σαν τους παλιους νησιωτες καραβοκυρηδες... 
υγ 2... ενα σταδιο απο την στερια δεν γυρευα τις προαλλες να αρμενισω? ε λιγα μετρα απομακρυνθηκα μα κ τουτο μου φτανει...)