11.11.13

ροτες παιδικες κ αλλιωτικες

-"τα περισσότερα στη ζωή μας έχουν μια εξήγηση. Άλλοτε τη "βλέπουμε", άλλοτε δεν την "βλέπουμε" και μερικές φορές δεν θέλουμε να τη "δούμε" μου ειπανε. Ετσι ακριβως...
 Καποιες φορες ολα αποκωδικοποιουνται σαν αντικρισεις μια παλια φωτογραφια... Ποσο μαλλον σαν ξεφυλλιζεις των παιδικων χρονων τις "σελιδες" των αναμνησεων . Απο το 1977 μεχρι το 1985 ...
Στο μικρο το παντα αγαπημενο "sunny cruise"...
Allegro-αντισυμβατικη-θαλασσινη... Αυτα με μπολιασε η αρμυρα που ποτισε τοτε το αιμα μου.

Διχρονη , Ιουνη του 73 με ενα κοτερο , (εκεινο λεει που γυριζε τα πλανα στις παλιες του james Bond τις ταινιες) με πηγανε στην Τηνο να βαφτιστω...
Και εγω επλεα σε πελαγα τρισευτιχισμενη...Και απο τα βαφτισια θυμαμαι πως πηρα απο το χερι τον καπετανιο νονο , φορεσα το παλτο κ ζητησα να παμε να δουμε στης Τηνου το λιμανι τα βαπορια κ να φαμε καραβισια μακαροναδα κ να αγναντευω πρυμες πλοιων κ ρεμετζα...

Και ηρθε μετα το sunny cruise... Ιονιο κ Αιγαιο με φουρτουνες με μπουνατσες... τοτε που στης αγονης τα νησια  μητε λιμανια υπηρχαν , μητε ηλεκτρικο κ ηταν ολα τοσο πιο ωραια.

"σαν γυφτακι" ... μαυριδερη κ ηλιοκαμενη με ενα τσαμπι σταφυλι να τσιμπολογω κ με ενα βιβλιο στο χερι να διαβαζω ... ταξιδευοντας ανταμα με τους αγαπημενους, αυτους που παντα ητανε μαζι αλλα κ τους αλλους που τους προσμενα με αδημονια καθε καλοκαιρι να φανουν. Σαν τον κιθαριστα μας , τον αγαπημενο curt , τον Αυστριακο με την μαγικη φωνη. Που ακομη νοσταλγω τα τραγουδια του στην πλωρη, τα βραδυα... "black rose" με ελεγε κ ρωταγε τι ηθελα να τραγουδησει... κ του ζητουσα μονιμα κ συνεχως επιτακτικα δυο τραγουδια "My bonnie lies over the ocean" κ την μπαλαλαικα. Ομως σιγησε η φωνη του χρονια τωρα, ενα βραδυ που ηρθε στο ονειρο να με αποχαιρετησει..."φευγω" μου ειπε κ τον ακουσα τελευταια φορα να τραγουδα 



Την λατρευα την αιωρα της πλωρης... Κ ας την μαζευαν καθε φορα που ειχαμε φουνταρισμα. Μονο στα λογκαδα την σκαριαζαν, που δεν ενοχλουσε το βιντζι. Και τα βραδια την ξαναμαζευαν γιατι εκει ηταν το στεκι που με ρετσινα κ κιθαρες περνουσαμε τα βραδια μας ...ελληνες κ ελβετοι κ αυστριακοι ανταμα... Κ οταν τα αλλα τα πιτσιρικια , την ωρα που ανοιγαν τα σχολεια, οι φιλοι κ οι συμμαθητες λεγαν πως ηταν τα καλοκαιρια τους στο χωριο κ την πολη δεν ειχαν χωρο οι δικες μου αναμνησεις. Τοσο ξενες, τοσο αλλιωτικες, τοσο παρατερες.

"Παππου" σαν ναυαγος εισαι ειπε ο εγγονος βλεποντας την πρωτη φωτο με τα μουσια...
 "Παππου εισαι δυναμη" ειπε βλεποντας την δευτερη...
Εγω ομως αναπολησα την αγαπημενη μου θεση εκει στην κουπαστη της πλωρης που εσκαγε το κυμα... Παντα εκει με μπουνατσα , με φουρτουνα , με τα ποδια κρεμασμενα εξω να βλεπω μπροστα απο την πλωρη, να χανεται το ματι στο μπλε του οριζοντα....

Πως λεει το τραγουδι "Να ξαναγινομασταν παλι πιτσιρικοι?"
Τουλαχιστον δεν σκοτωσε ο χρονος ουτε το χαμογελο, ουτε την ευτυχια που μου χαριζει καθε ανταμωμα με την θαλασσα κ με το κυμα.
Κατι ειναι κ αυτο.


11.9.13

Exr. Samina - 13 χρονια μετα

Καθε Σεπτεμβρης ειναι μια μαυρη επετειος...
Αναδημοσιευω εδω τις σκεψεις κ τα συναισθηματα που μου γεννησε η εφετινη ετσι οπως δημοσιευθηκε στο περιοδικο Εφοπλιστης (τευχος  245 Σεπτεμβρη 2013)




O ίδιος απαράλλαχτος διάλογος , η ίδια παντα σκηνή δεκατρία χρόνια τώρα ,λίγο πριν σαλπάρει με το πλοίο της γραμμής απ το νησί, για το νησί…
Δεν χρειαζόταν πολλά λόγια. Και οι δυο ξέρουν ποια είναι η προτεραιότητα στων μπαγκαζιών το περιεχόμενο.
-«Μάνα τα έβαλες?»
-«Ναι παιδί μου», κάθε φορά η ίδια συνωμοτική απάντηση
-«Μάνα θέλω να βεβαιωθώ , να είμαι ήσυχος»
-«Δες παιδί μου μόνος σου» Κάθε φορά η ίδια συγκαταβατική απάντηση.

Και καταγαλιαζει της ψυχής η αγωνιά σαν αντικρίζει τα βατραχοπεδιλα ,παντα πάνω πάνω, παντα πρώτα, χειμώνα –καλοκαίρι ατού ταξιδιού τη χειραποσκευη…

----
Δεν ήταν καλή επιλογή να ταξιδέψει με τούτο το από παντού κλειστό ταχύπλοο. Μπορεί να γλίτωνε χρόνο αλλά ασφυκτιούσε, της έπαιρνε τον αγέρα, της έκοβε την ανάσα.
Και άρχισε μεσομπουγαζα να κουνά με ένα παράξενο σκαμπανέβασμα. Προσπάθησε να ελέγξει τον πανικό που την κυρίευε. «έτσι κουνάνε ετούτα»… Σε κάθε σκαρτάρισμα , σε κάθε χτύπημα της μάσκας στο κύμα… Και ο ιδρώτας την έλουζε, κ ο φόβος την κυρίευε, κ οι εικόνες –δεκατρία χρόνια τώρα- ολοζώντανες ξανά, κ είναι τώρα μέσα στην θάλασσα… Και ο φόβος έγινε κραυγή, κραυγή τρομαχτική κραυγή ανεξέλεγκτη , κραυγή άναρθρη που γέμισε το χώρο τον επιβατών γυρεύοντας διέξοδο. Και ήρθαν όλοι, το πλήρωμα, πρόστρεξαν οι αξιωματικοί, κ πήγε στη γέφυρα, να νοιώσει ασφάλεια, να βλέπει τι γίνεται κάθε στιγμή , σε κάθε κύμα. Μόνο έτσι θα ησύχαζε…

----
Κάθε φορά κάθε καλοκαίρι η ίδια η σκηνή στο νησί, δεκατρία χρόνια τώρα, η ίδια συγκίνηση στο σμίξιμο , στο καλοκαιρινό αντάμωμα.. Και η κουβέντα παντα κάθε φορά να περιστρέφεται οδυνηρά κ μόνο γύρω από κείνη την νύχτα, κ ας υπήρχαν χίλια δυο ακόμη να μοιραστούν. Ξανά κ ξανά κ ξανά τα ίδια λόγια, οι ίδιες περιγραφές, ο ίδιος πόνος, ο ίδιος τρόμος, τα ίδια αναπάντητα ερωτηματικά, η ίδια ευγνωμοσύνη για τους σωτήρες - μα είναι τόσο  βαριά αυτή η λέξη… « Κ είμαστε ακόμη ζωντανοί»

---
Και σαν να ηρθε του χρόνου το πλήρωμα , δεκατρία χρόνια μετά , η καλοστεκούμενη μεσόκοπη κ περήφανη γυναίκα ,αξιώθηκε λέει με δάκρυα απροσποιητα στα μάτια, δάκρυα μόνο  να ψελλίσει ψιθυριστά , πέφτοντας στην αγκαλιά ενός τόσο αγαπημένου άγνωστου
«Χάρη σε σας έχω το παιδί μου. Ευχαριστώ…Αλλά δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο, δεν μπορώ να κάνω για σας τίποτα άλλο»

---
Κοιτάνε το βλέμμα του, ένα βλέμμα θόλο, ένα βλέμμα κενό, ένα βλέμμα άδειο… Εκεί που σε παρακολουθεί , εκεί χάνεται, βυθίζεται σε ένα κόσμο ομόδικο του , απροσπέλαστο, αδιόρατο, άγνωστο σε όλους… Κανείς δεν ξέρει τι σκέφτεται εκείνες τις ώρες, τότε που αρχίζουν οι ζαλάδες του – δεκατρία χρόνια μετά- Ξέρουν μόνο πως τότε άρχισε να θολώνει η ματιά , τότε άδειασαν από ψυχή , από καρδιά κ από αντοχές ετούτα τα κενά μάτια.

----
Δεκατρία χρόνια μετά κ ακόμα σε κάθε λογκαδο, σε κάθε περατζαδα , σε κάθε ταξίδι θέλει να βλέπει την πλώρη του, παντα την πλώρη του , κ ας είναι μέρα , κ ας είναι νύχτα… Θέλει να ξέρει, να έχει ο ίδιος γνώση πως Πόρτες δεν θα βρεθούν ξανά στου καραβιού του τη ρότα.

----
Το γύρισε στα βιβλία, στο διάβασμα, στο δίκαιο, ναυτικό δίκαιο, αποφυγή συγκρούσεων, ότι είχε σχέση με καραβιά, με ατυχήματα, με  ναυάγια, έπρεπε να αποκτήσει γνώση, έπρεπε να βρει απαντήσεις, έπρεπε να καταλάβει, έπρεπε να αγορεύσει. Έπρεπε σε κείνη , και στην επόμενη τη δική να βρει εξηγήσεις, να βρει γιατρειά «Ε όχι 82 νεκροί είναι πολλοί, υπάρχουν όρια» …Δεκατρία χρόνια μετά ακόμη την γυρεύει απεγνωσμένα  η ψυχή του .
---
Έλιωνε ολοένα κ περισσότερο, έλιωνε κάθε μέρα ,ανήμπορη σε ενός νοσοκομείου τον ασφυκτικά μικρό θάλαμο… Δεν έχανε την ελπίδα της κ ας της κατάτρωγε τα σωθικά, κ ας μη μπορούσε πια να περπατήσει – «Λες να μπορέσω να ξαναβάλω παπούτσια?» ρωτούσε με  αγωνιά… Και οι γιατροί δεν έδιναν μήτε φρούδες ελπίδες… Και ξερνά όλοι – επιστήμονες κ δικοί- πως εκείνη η νύχτα η αποφράδα, δεκατρία χρόνια πριν, τότε που έψαχνε τον άντρα της ήταν η αφορμή που πυροδότησε τούτο το νόσημα.

 Στο βιβλίο λοιπόν των ζωών τους, στα τόσα ξεχωριστά βιβλία των ζωών τους , μια σελίδα η τσακισμένη, σελιδοδείκτης κ ορόσημο για κάθε πρόταση , για κάθε παράγραφο…
Γραμμένη με μαύρα με τα πιο μέλανα , τα πιο τονισμένα γράμματα,
Κιτρινισμένη από το χρόνο ,
Κιτρινισμένη από τα δάκρυα κ το πόνο,
Διόλου δεν ξεθώριασε…
Παντα εκεί ανοίγει το βιβλίο , σε κάθε τυχαίο ξεφύλλισμα , σε κάθε αναφορά.

Μα γιατί δεν στάθηκε ο χρόνος γιατρειά – κατά πως λένε- σε τούτο των ναυαγών τον τρόμο που ξεπηδά κάθε φορά ολοζώντανος  ακόμη κ σήμερα στα λόγια, στις αφηγήσεις, στη καθημερινότητα τους?
Πως γίνεται δεκατρία χρόνια μετά τα τραύματα κ οι πληγές του μυαλού , της καρδιάς , της ψυχής να χάσκουν ορθάνοιχτες, να πονάνε ακόμη τόσο οδυνηρά, να μην έχουν βρει γιατρικό?
Και αν κάποιος- σκληρά κ άδικα – αναρωτηθεί μήπως οι σελίδες οι τσακισμένες του βιβλίου , των τσακισμένων ζωών είναι με υπερβολή διανθισμένες? Σαν τα δράματα που δίνουν υπόσταση σε ζωές άχρωμες κ αδιάφορες, που χρήζουν κάποιους κομπάρσους σε πρωταγωνιστές?

Μπορούμε? , θα μπορέσουμε άραγε ποτέ όλοι εμείς οι «απέξω» να νοιώσουμε  ποτέ πως ένοιωσαν, πως εξακολουθούν να νοιώθουν ετούτοι οι άνθρωποι , και οι δικοί τους , οι κοντινοί τους , οι οικογένειες του?
Και αν για κάποιους   η θάλασσα ακόμη κ φουρτουνιασμένη, ακόμη κ αυτή του ναυάγιου δεν φέρνει τρόμο, είναι τα "νερά τους" για όλους αυτούς τους ανθρώπους , τους  νησιώτες, του ναυάγιου τους επιζήσαντες, τους  ταξιδευτές, που βρέθηκαν εκείνο βράδυ μέσα στα παγωμένα νερά  ήταν κάτι άγνωστο, ήταν κάτι φοβιστικο κ ήταν νύχτα κ ήταν σκοτάδι κ ήταν εφιάλτης κ είναι εφιάλτης ακόμη κ τώρα που κλείνουν τα μάτια κ ζωντανεύει η φρίκη.

Και θέλοντας να ακούσω των ψυχών τους τα μύχια, να δω τι αντίκριζε εκείνο το βλέμμα το τρομαγμένο, να καταλαβαίνω γιατί «δεν ξεπερνιέται ποτέ» κατά πως λεν, γιατί παντα θα χάσκουν οι πληγές ανοιχτές , γιατί ποτέ η μάτια γαληνή δεν θα κρύβει,  γυρίσω πίσω, ανατρέχω σε κείνη τη νύχτα, τότε που σταμάτησε ο χρόνος, σε κείνα τα λεπτά , σε κείνες τις ώρες κ τους ξανάκουω, αφήνω να ζωντανέψουν οι δικές τους, οι καταδίκες τους , οι μοναδικές οι μνήμες…
 τι κ αν κάθε μια ψυχή βίωσε κ βιώνει αλλιώτικα την δική της αλήθεια, τι και αν η διαφορετικότητα κάθε περιγραφής, η κάθε ξέχωρη οπτική κάνει κ τους ίδιους να αναρωτιούνται «Μα ήμασταν στο ίδιο ναυάγιο»?
Πως διηγείσαι ένα θαμπό όνειρα το επόμενο πρωί, έτσι συγκεχυμένα, δίχως λογική είναι οι εικόνες που έχει  μαζέψει ο καθένας με  την δική του "αλήθεια" παραμορφωμένη, τρομαγμένη, υπερβολική , φοβισμένη , ακόμη κ τώρα μπερδεμένη στο μυαλό . θολές ασύνδετες εικόνες.. Γιατί να έχει όμως νόημα? Τι είχε νόημα άραγε από κείνη την νύχτα
---
«κοιμάται  ανέμελος, κουρασμένος , στο τέρμα των διαδρόμων κατάχαμα με σλιπινγκ μπαγκ σαν όλους τους νεαρούς της οικονομικής θέσης. Ξυπνά …Δεν καταλαβαίνει τι έγινε. Τι είναι  εκείνος ο πανικός .όλα έγιναν αστραπιαία. Όταν ανακαλεί την μνήμη θυμάται μόνο πως ίσα που πρόλαβε να φορέσει σωσίβιο που του πέταξε μια άγνωστη κύρια 3 λεπτά πριν βουλιάξει. Δεν ξέρει  μπάνιο παρά μόνο με βατραχοπεδιλα. Αδύνατος κ λιπόσαρκος θυμάται –«σε ένα ντοκιμαντέρ το είδα»- πως αφού είχε σωσίβιο δεν πρέπει να βγάλει ούτε ρούχα ,ούτε παπούτσια, ούτε το δερμάτινο μπουφάν …για να γλιτώσει την υποθερμία.
«Κοιταζω το ρόλοι, πότε πέρασαν τρεις μίση ώρες στην θάλασσα ?
«Εγώ κ άλλοι 10 ναυαγοί η μάλλον 10 φωτάκια σωσίβιων , αυτό βλέπω  μες στο σκοτάδι να  παρασερνόμαστε μακριά από τους υπόλοιπο το τσούρμο να μας πηγαίνουν τα ρέματα κ τα κύματα ξομακρα  προς τα ανοιχτά.»
 Βλέπουν  τα ψαροκάικα σε μεγάλη απόσταση , να περνούν να κατευθύνονται στις  ξερές εκεί που ήταν μαζεμένοι οι πολλοί.
Βρίσκονται ξαφνικά οι τέσσερις άγνωστοι  πιασμένοι αγκαζέ- αυτός , μια κοπέλα, και ένα ζευγάρι σαμιώτες , ο άντρας θηριώδης- σε μια ύστατη προσπάθεια να ενώσουν τις δυνάμεις κ τις αντοχές τους..
Κάποιοι τους αντιλαμβανονται . Ερχονται κοντά μικρά ταχύπλοα. Δεν μπορούν όμως να πλησιάζουν. Η  θάλασσα τα σηκώνει στον αέρα. Τα  πετά το κύμα .  Τις κουλούρες δεν μπορούν να τις πιάσουν. Οι ναυαγοί τους φωνάζουν. «Φύγετε θα πνιγείτε».
Είναι παράξενο ..Τον δικό τους τον κίνδυνο μέσα από την θάλασσα δεν τον έβλεπαν , δεν τον αντιλαμβάνονταν, δεν θελαν να τον αντιληφθούν «Μπορεί κ να τον συνηθίσαμε αφού δεν πνιγήκαμε εξαρχής»  .Βλέπουν όμως τα σκάφη να κινδυνεύουν. Τότε ένας τους φωνάζει « θα σας στείλω ένα μεγάλο» . Νόμιζαν πως το λέγε για να τους εμψυχώσει φεύγοντας.
Βλέπουν όμως να τους πλησιάζει ένας όγκος φωτισμένος . «ναι θα μπορέσει να μας σώσει» αναθαρρούνε.  Όμως οι κινήσεις του δύσκολες  κ ξαφνικά  «το  βλέπουμε  να στρίβει απότομα  κ να έρχεται καταπάνω μας  με την πλώρη» . Ολοθορθο το σκάφος από το κύμα , αντικρίζουν  τα βρεχόμενα κ την καρίνα στον αέρα , μόνο η πρύμη είναι μέσα στο νερό. Νομίζουν πως θα πέσει  πάνω τους. «την γαμήσαμε» σκέφτεται κ κλείνει τα μάτια περιμένοντας το τέλος.
 Όμως ξαφνικά  βρίσκονται στο πλάι του , εκεί που απαγκιάζει στα απήνεμα. Μια φιγούρα όρθια στην πλώρη  του πετά την κουτουλά κ ναι  «πετυχαίνει τρίποντο» την περνά μέσα από το χέρι του. Τους τραβούν κ τους 4 μαζί σφιχταγκαλιασμένους , αλλά κοπανάν στα πλευρικά του μεγάλου σκάφους.  Μπλέκεται το σκοινί στα ξάρτια «Τραβήξτε εσείς τα μπόσικα» τους φωνάζουν . Όμως λίγο πριν την σωτήρια οι δυνάμεις εγκαταλείπουν, το σθένος εξαφανίζεται. Ήδη η υποθερμία τον κυριεύει.
Η κοπέλα απελευθερώνεται πηγαίνει  στην σκάλα , το ίδιο κ ο θηριώδης σαμιώτης  Ξαφνικά η γυναίκα που ήταν κ αυτή εξαντλημένη κ γαζωμένη από τον λαιμό του χάνεται.. Δεν ξέρει τι συνέβη, την ψάχνει  κάτω από το νερό, νομίζει πως πνίγηκε, αφήνει την κουλούρα  να ψάξει να βρει αυτή την άγνωστη , όμως  το κύμα τον πηγαίνει  κάτω από την σκάλα , δεν έχει  αντοχές να πιαστεί θα σκοτωθεί  ανάμεσα στα σιδερά, . Σβήνει… θυμάται μόνο 2 γυμνά ποδιά –να μπαίνουν μέσα στο νερό κ να τον αρπάζουν. « Θα τα αναγνώριζα ακόμη κ τώρα ανάμεσα σε χιλιάδες ποδιά» Νομίζει – εκεί τον έχει εγκαταλείψει η μνήμη- πως τον πέταξαν σαν σακί στο κατάστρωμα.
Θυμάται μόνο πως είπε «τώρα σώθηκα» . Έχει παγώσει , νοιώθει κάποιον να τον χτυπά στη πλάτη , ξερνά θάλασσα, ξερνά νερό.  Εκεί βλέπει κ τους υπόλοιπους τρεις, τα τρία μοναχικά Φώτα που για ώρες μηνάν σφιχταγκαλιασμένοι. Εκεί ήταν  και άλλοι  ήταν πάνω από 25 , γύρω στους 30 οι σωσμένοι.. Μα δεν προλαβαίνει  να χαρεί . Ζαλίστηκε πολύ , τον πιάνει η ναυτία.  Και ένας φόβος παράλογος πως τώρα που σώθηκε θα βουλιάξει κ αυτό το σκάφος της σωτήριας. Και πεσμένος κατάχαμα , παγωμένος, με μια κουβέρτα , αρχίζει να φωνάζει , να ικετεύει για στεριά….
Και η μίση  ώρα μέχρι να τους πιάσουνε στο λιμάνι ήταν για αυτόν ο χειρότερος εφιάλτης…


Νόμιζε πως όλα τελείωσαν σαν πάτησε στη στεριά, δεν θυμάται πως σώθηκε, και ας πέρασε λίγη ώρα μόνο.  Θυμάται μόνο ένα όνομα “panther” , δεν ξέρει όμως αν το είδε, αν το διάβασε , αν το άκουσε, αυτοί λέει είναι οι σωτήρες του … και είναι ένα μεγάλο άσπρο σκαρί με δυο άλμπουρα. Δεν στάθηκε να δει , δεν συγκράτησε τίποτα, δεν είδε τίποτα , δεν θυμάται πως πέρασε τόσες ώρες στα κύματα. Πατά στεριά κ μόνο αυτό έχει σημασία. Μέσα στο σκοτάδι, διακρίνει το εκκλησάκι, νοιώθει την ανάγκη να πάει , να ανάψει ένα κεράκι, ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης.
Μπαίνει μέσα , είναι σκοτάδι, μα νοιώθει πως δεν είναι μόνος.
-«Θα είναι ναυαγοί σκέφτεται κ τους έβαλαν εδώ να κοιμηθούν».
Ανάβει το κερί κ ετοιμάζετε να προσκυνήσει κ όπως το αχνοφεγγισμα του φωτίζει την εκκλησία κ  καταλαβαίνει με τρόμο πως το εκκλησάκι της παράλιας είναι μια εκατόμβη , πως εκεί έβαλαν τους πνιγμένους….
Και τούτο είναι το μόνο που θυμάται, το μόνο που κάποιες φορές καταφέρνει με κόπο να διηγηθεί… για αυτόν ο χειρότερος εφιάλτης….


«(…) ακούμε ένα τρομερό κρότο ,ένα δυνατό τράνταγμα. Πέσαμε από τις καρέκλες. Ένοιωσα να με ποδοπατάνε στην προσπάθεια τους να βγούνε έξω. Πανικός, φωνές υστερίας, γυναίκες – μα αυτή είναι ψύχραιμη ακόμη - να ουρλιάζουν , παιδάκια να κλαίνε. «Φόρεσα σωσίβια σε περίπου δέκα άτομα. Πάω προ το πίσω μέρος του πλοίου κ πιάνομαι από την κουπαστή, έχει τρομερή κλίση με το ζόρι κρατιέμαι»
γλιστρά μέσα , βουλιάζει τέσσερα μέτρα , ξαναβγαίνει .  Κοιτά πίσω. Το πλοιο γερμενο κ επάνω του , μέσα κ έξω άτομα γαντζωμένα.
«Αρχίζω να φωνάζω « Πέστε το πλοίο βουλιάζει, θα σας πάρει μαζί του» Σχεδόν παρακαλούσα.
Βλέπω δίπλα μου μια κοπέλα αλλοδαπή να προσπαθεί να πάει προς το πλοίο που βουλιάζει. Την κρατάω, αντιδρά, Επιμένω» Σχεδόν παλεύουν οι δυο γυναίκες.
«Αν την άφηνα το καράβι θα την έπαιρνε μαζί του. Βλέπω σε μικρή απόσταση μια ομάδα ανθρώπων , τραβώ την κοπέλα κ κολυμπώ προς το μέρος τους. Απελπισμένα πιανόμαστε ο ένας από τον άλλον , Όχι όμως για πολύ. Το πλοίο βυθίζεται, έρχεται τότε ένα κύμα τεράστιο, μας βουλιάζει 4-5 μέτρα. Αισθάνομαι να με τραβούν χέρια από παντού, από τα μαλλιά , τα χέρια ,τα ποδιά, Νοιώθω να έρχεται το τέλος , προσπαθώ να κρατηθώ στην επιφάνεια, να πάρω ανάσα, καταπίνω νερό, νοιώθω να πνίγομαι, σε μια τελευταία προσπάθεια κάνω βουτιά κ περνώ κάτω από όλους που ήταν γύρω μου. Από κείνη τη στιγμή κ μετά  αποφεύγω κάθε άλλο άνθρωπο που βλέπω δίπλα μου…
(…) Και τότε βλέπω τον εφιάλτη που θα στοιχειώνει τα όνειρα μου για ολόκληρη τη ζωή μου: Δεξιά μου βλέπω κάποιον χωρίς σωσίβιο μπρούμυτα στο νερό. Τον τραβώ. Είναι νέος ,περίπου τριάντα. Τον κραταω,Του μιλώ. Προσπαθώ να τον Εμψυχώσω , να του δώσω κουράγιο. Τον βεβαιώνω πως θα σωθούμε αρκεί να βοηθήσει και εκείνος. Τον βαράω , δεν αντιδρά. Δεν ανταποκρίνεται. Βλέπω μια πόρτα να επιπλέει.. Τον ακουμπάω επάνω συνεχίζοντας να του μιλώ. Καμία αντίδραση. Συνεχίζω περίπου μίση ώρα. Δυστυχώς καταλαβαίνω ότι δεν ήθελα να παραδεχτώ. Είναι νεκρός. Βλέπω να πλησιάζουν άνθρωποι για να κρατηθούν από την πόρτα . Φοβάμαι πως θα πιαστούν πάλι πάνω μου. Αφήνω τον άντρα κ αρχίζω να κολυμπώ…»
 Μετά από τρεις ώρες στη θάλασσα ηρθε η σωτήρια από παραπλέον σκάφος
«Γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα μας βγάζουν στο Λιμάνι της Πάρου. Ο Εφιάλτης έχει τελειώσει.
Έτσι νόμιζα τουλάχιστον . Γιατί οι Εφιάλτες μόλις άρχισαν»

Και για κανέναν, για καμία ψυχή, για κανένα ναυαγό, για καμία οικογένεια δεν έπαψαν κ δεν θα πάψουν ποτέ,
Γιατί ο χρόνος δεν αρκεί πανάκεια να γίνει κ γιατρειά για τον πόνο, για τον φόβο, για την απελπισία, την οδύνη, την φρίκη, τον θάνατο.


(Στη  μνήμη της Χριστίνας που έφυγε άδικα , 13 χρόνια μετά ,αφιερωμένο)

2.5.13

Αδ. Κοραης στην Κιμωλο... Μια αλλιωτικη προσεγγιση

Ενα αρθρο μου στον Εφοπλιστη του Μαη που αφορα στο βιντεακι το διασημο πλεον της Κιμωλου.
Απο μια διαφορετικη οπτικη...
Ισως καποιοι το βρουν καυστικο, ειναι ομως το "παραπονο" μου , το μεγαλο παραπονο ενος ανθρωπου , μιας γυναικας που γεννηθηκε, μεγαλωσε κ ζει στη θαλασσα για τον τροπο που αντιμετωπιζουν οι νεοελληνες το υγρο στοιχειο, τα βαπορια, τους ναυτικους, τους θαλασσινους.

Πριν το διαβασετε δειτε το βιντεο...
 εδω

Αν αντεχετε διαβαστε τα σχολια. οχι αυτων που αντικρισαν κ εισεπραξαν τα αυτονοητα , αλλα των αλλων...

Και αν κ εσεις "θυμωσετε" με τους "καπεταναιους του καναπε" τοτε διαβαστε το αρθρο μου στον "Καταπλου" του Μαη.
στον Εφοπλιστη (πατωντας εδω) 
ή πανω στις φωτογραφιες


26.4.13

Ενα παράδοξο ρεμετζο....

μπουχτισμένη απο τις στεριανες σκοτουρες, μπαιλντισμενη απο το τρεξιμο κ με μια ανειπωτη λαχταρα να δω την προπελα να γυριζει, τα απονερα να σκορπαν αλμυρα  εγραφα δυο μερες πριν :

"Ζηταω πολλα?
Δεν ζητω τους ωκεανους , ουτε τα μακρινα πελαγη...
Ενα μιλι , ενα σταδιο του μιλιου μακρυα απο τη στερια να βρισκομαι μου φτανει για να νοιωσω αλαφρωμενη...
τριγυρισμενη μονο απο θαλασσα, απο κυματα, απο αλμυρα, απο μπλε...
να αφησω ολες τις στεριανες σκοτουρες , τους ανθρωπους της, τις εγνοιες, τις συμβασεις κ τους συμβιβασμους, πισω στο ντοκο...εξω... κ ας μην σαλπαρω μακρυα...μονο να μην με αγγιζουνε, να μην φτανουνε, να μην με θωρουνε κ οταν μ αναζητανε να απαντω "δεν μπορω τωρα , αρμενιζω..."
)
"

------------------------------------------------------------

Και σημερα :

"Βισμαρκ" & "Αιγαιωτισσα ΙΙ"

 ή αλλιως

 Δαβιδ & Γολιαθ

ή αλλιως ενα πρωτοτυπο ρεμετζο...
Τα ψυγεια των κυριων μηχανων του Αιγαιωτισσα ΙΙ , λυμενα για καθαρισμο αρα μηχανες γιοκ για την μανουβρα που διακαως ηθελε ο Καπτα Σταυρος για να βαψει κ την δεξια παντα του καραβιου. 
-"Αντε ρε Πανο , ποτε θα δεσεις τις μηχανες να το σκαντζαρω?" 
- "Για αυτο στεναχωριεσε? πρωι πρωι αυριο θα το γυρισουμε το σκαφος" 
- "πως?" 
- "Θα φερω το πριαρι..."
 Ο χτεσινος σχετικα σουρεαλιστικος διαλογος τους... Και σημερα πουρνο πουρνο , με την μπασα - των ρεματων- κ πριν βαλει το Μαιστρο , απικο με το πριαρι, την βαρκα ντε του Πανου με το θρυλικο ονομα "bismarc" να αριβαρουμε για το ιδιοτυπο τουτο ρυμουλκιο....
40 μετρα το ενα σκαρι  , 4 μετρα το αλλο... Ε αυτο ηθελα να το ζησω... 
Σχοινακι πρυμισιο , η μηχανουλα της βαρκας να αγκωμαχα , 
-"Ελα πισω, να μην ξενεριζει η προπελα" κ εγω να παιζω το ρολο ερματος...
Και μια δυο τρεις , το γυριζε πλωρα - πρυμα το Αιγαιωτισσα...Διχως προπελια δικη του, διχως μηχανες....
 










 ( Ο λογος που εχω αδυναμια στα μικρα πλεουμενα ειναι κ τουτος... Οι θαλασσινοι που τα κουμανταρουν πρεπει πατεντες να σκαρφιζονται συνεχως σαν τους παλιους νησιωτες καραβοκυρηδες... 
υγ 2... ενα σταδιο απο την στερια δεν γυρευα τις προαλλες να αρμενισω? ε λιγα μετρα απομακρυνθηκα μα κ τουτο μου φτανει...)

12.2.13

Καΐκια της Ελλαδας: Επιδοτούμενη θανατική ποινή

Καΐκια της Ελλαδας: Επιδοτούμενη θανατική ποινή





εφοπλιστης τευχος 238

Ενα κειμενο μου με αφορμη το κοψιμο - σπασιμο- καταστροφη του "Αθανασιος γ"



«Επιδοτούμενη καταστροφή της υλικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς». Η φράση αυτή έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου. Σε μια πρόταση όλες οι διαστάσεις του αποτρόπαιου εγκλήματος. Αλλά πώς να ξεκινήσω να γράφω ένα τέτοιο κείμενο; Υπάρχουν λόγια να περιγράψουν το θέαμα;
Τι να γράψω για ένα θέμα που μόνο ντροπή, θλίψη και θυμό με γεμίζει… Χρονικό ενός επικείμενου αποτρόπαιου εγκλήματος, μιας νομοθετημένης πράξης που στερείται παντελώς λογικής. Επιδοτούμενο σπάσιμο ή κόψιμο ή απόσυρση αλιευτικού σκάφους. Έχει σημασία ο τίτλος; Όχι.
Καταστροφή και θάνατος το αποτέλεσμα. Μα πώς να ξεκινήσω και τι να πρωτοπώ; Για τις παράπλευρες απώλειες πέρα από την καταστροφή ενός ακόμη παραδοσιακού σκαριού; Για τη ναυπηγική εμπειρία που χάθηκε και δεν μεταλαμπαδεύτηκε; Για τις θέσεις εργασίας αλιεργατών και πληρώματος που εξέλιπαν; Για την απαξίωση της πρώτης ύλης, του ξύλου, που δεν ανακυκλώθηκε; Για την έλλειψη σεβασμού στην ίδια την προπατορική ναυτοσύνη; Από τούτες τις ψαρόβαρκες δεν γεννήθηκε η ναυτική Ελλάδα;
Με τη σειρά λοιπόν η καταγραφή. Έτσι όπως τα είδα, όπως τα έζησα, όπως τα άκουσα και τα κατέγραψα, χύμα και μπερδεμένα· από την προηγούμενη μέρα, όταν αφαιρέθηκε ο μηχανολογικός εξοπλισμός, μεχρι τη στιγμή που θρυμματίστηκε το τελευταίο μαδέρι. Τότε που δεν άντεξα να κοιτάξω πίσω.
Οχτώ ώρες κράτησε όλη η διαδικασία. Το σπάσιμο ούτε μια ώρα. Εικόνες βίαιες, βάρβαρες, ταπεινωτικές για τη ναυτική μας κληρονομιά. Ένα ακόμη καΐκι που επιδοτήθηκε για να καταστραφεί. Μην ψάχνετε λογική, δεν υπάρχει.
Διαβάστε τη συνέχεια στον «Ε» Φεβρουαρίου… http://www.efoplistis.gr/page_view.php?id=422

5.1.13

Μια Καπετανισσα & η θαλασσα

Εφοπλιστης ΤΕυχος 237 (Ιανουαριος 2013)

Η χαρα μου μεγαλη... Η Καπτα Βασω η Κονιδαρη μου παραχωρισε για λογαριασμο του περιοδικου Εφοπλιστης μια χειμαρρωδη 7σελιδη συνεντευξη...
Αξιζει να την διαβασετε .



Το λινκ του περιοδικου  για μια προγευση ειναι εδω
"Βάσω Κονιδάρη, πλοίαρχος Α’ εν ενεργεία, εκ Λευκάδος ορμώμενη. Η καπτά Βάσω για το πλήρωμα. Η Βασούλα για τους αγαπημένους και δικούς.
Η Βάσω της θάλασσας για όσους την έχουν ζήσει. Μια γυναίκα καπετάνισσα, που καταξιώθηκε ακολουθώντας για επάγγελμα το δρόμο της καρδιάς και του πεπρωμένου της.
Από τις πρώτες πλοιάρχους Α’ –ή μήπως πλοιαρχίνες;– της φουρνιάς της, μια από αυτές της Ελληνίδες που συμπληρώνουν συνολικά σκάρτη δεκάδα.
17 χρόνια υπηρεσίας μέχρι τούδε στο φυλλάδιό της. Απ’ όλα: φορτηγά, γκαζάδικα, επιβατηγό δρομολογιακό, f/b, παντόφλες, ιστιοπλοϊκά, θαλαμηγοί, motor ships. Μόνο σε LPG δεν θα ‘θελε να πλοιαρχεύσει, όπως λέει.
Ένας άνθρωπος που δεν περνά απαρατήρητος ούτε στη στεριά, πόσο δε μάλλον στη θάλασσα. Ορμητική, γεμάτη ζωή, ενέργεια, θέληση, έχει πάντα κάτι να πει, κάτι να δώσει. Όσοι βρέθηκαν κοντά της στα καράβια –σε οποιοδήποτε μετερίζι– κάτι αποκόμισαν, κάτι κέρδισαν από τούτη τη συναναστροφή.
Κάποτε σ’ ένα λιμάνι μικρό επαρχιακό, στον ντόκο, τη θυμάμαι στο κατάστρωμα να ελέγχει την εκφόρτωση –λιπάσματα, νομίζω– φορώντας το κράνος και τη στολή εργασίας· τόσο ενσωματωμένη με το καράβι, τόσο «ένα» με το τσούρμο του πληρώματος.
Όταν έλαβε χώρα τούτη η συνέντευξη, μόλις είχε τελειώσει τη βάρδιά της. «Στην Αλεξανδρούπολη βρίσκομαι, έχει και μια συννεφιά…». Η πρώτη ερώτηση δεν θα μπορούσε παρά να είναι η κλασική, αυτή που άπειρες φορές όλοι την έχουν ρωτήσει.
Γιατί ναυτικός, γιατί καπετάνισσα;
Το χαμόγελο φωτίζει και γλυκαίνει το πρόσωπό της, όπως κάθε φορά που τη ρωτάνε γι’ αυτή τη δουλειά. Με μια φυσικότητα λέει αυτό που πάρα πολλοί σκεφτήκανε κάποτε σε ηλικία τρυφερή, αλλά λίγοι αποτόλμησαν. Κι ακόμη λιγότερες γυναίκες.
«Από μικρή έβλεπα ότι μ’ άρεσε να μετακινούμαι συνέχεια από το ένα μέρος στο άλλο, να γνωρίζω και τα μέρη και τους ανθρώπους. Έβλεπα πως η θάλασσα με γοήτευε. Με ηρεμούσε με τις μπουνάτσες της, μα κι όταν είχε φουρτούνα με εξίταρε».
Η συνεχεια στο περιοδικο...