η τιμονιερα του Αννα μεσα απο το φακο της φιλης Νατ.Βαγενα |
Αννα των Βορειων
Θαλασσων…
Αννα με την Γερμανικη
Σημαια…
Αννα του 1875 – Bremen για νηολογιο….
Ένα μακρόστενο ασπρο ξύλινο σκαρί, τυπικό δείγμα ναυπηγικής
των βορειοευρωπαιων… λίγο μικρότερο από τριάντα μέτρα το μήκος του… Η ηλικια
του μονο δέος προκαλεί… 137 χρονων… έχοντας οργώσει, έχοντας αρμενίζει όλες τις θάλασσες με τα πανιά αρχικά κ αργότερα με μηχανή…Σκουνα το
σκαρι του… η παλιοτερη λεει εν λειτουργια σκουνα που υπαρχει στα πελαγα κ
εξακολουθει να πλεει…Στην Δανια την ναυπηγήσανε και για χρονια για πολλα χρονια
στις Βόρειες τις παγωμενες θαλασσες δουλευε σαν ψαραδικο , εκεινων των καιρων.
Τα τελευταία χρόνια,
τους χειμώνες, ναυλουχει στα μέρη μας, στο νησι μας… Γνώριμοι λοιπόν του χειμώνα, με
τον γερμανό ιδιοκτήτη του… Ένας τύπος μεσήλικας
γενειοφόρος ασπρομάλλης που νομίζεις
ότι η φιγούρα του ξεπήδησε μέσα από πειρατικές παλιές ιστορίες.
Το καλοκαίρι κ καμία φορά την άνοιξη –στο Πάσχα των
καθολικών - το γέρικο σκαρί γεμίζει φωνές
χαρούμενες, τότε που έρχεται η οικογένεια του κ τα πιτσιρίκια , ποδήλατα,
μπάλες , βατραχοπεδιλα στο ντεκ …τότε που σαλπάρει για το αιγαίο, για τις Σποράδες
, για τα Δωδεκάνησα … ανοίγει το φλόκο ανοίγει κ τα μεσιανά κ ξεκινά. Και τυχαία
μας συναπαντήματα, στην Σκιαθο, στην
Λερο , η μεσομπουγαζα …σαν να συναντάς απρόσμενα έναν γνωστό σε άγνωστα κ
απομακρυσμένα λημέρια…
Κάποιους χειμώνες , με δυο κουβέντες σκόρπιες, μισες στα
ελληνικα, μισες στα αγλλικα, συντροφιά
του κρατάμε του Γερμανού μας , στα μαστορέματα,
όπως τότε που άλλαζε τα καταρτια, που εκανε μπαλώματα κ μερεμέτια στο
κατωκαραβο….
Είχα ζητήσει τότε να μπω στα ενδότερα του Αννα… λίγες φορές εκφράζω
την επιθυμία να μπω μέσα σε ένα σκάφος ξενο…σαν να πρόκειται για βεβήλωση ,για ιεροσυλία
, σαν να του ταράζω την ησυχια… όμως η επιθυμία μου να μπω στους αλλουεδες τους
εσωτερικούς, να δω τους μέσα χώρους, τις καμπινές , τα ξυλά τα παλιά , τα εκατόχρονα
ήτανε έντονη, σαν την περιέργεια μου…
Τι μου εμεινε… τι θυμαμαι… μα την μυρωδιά… αυτή τη γνωριμη
του παλιοκαιρισμενου ξυλου κ των σεντινονερων , την ιδια που όλα τα παλια
σκαρια εχουν, μια μυρωδια που δεν απολείπει , ακομη κ από του πληρωματος το πετσι …σαν να ποτίζετε με αυτήν.
Ένας διαδρομος αβερτος, διχως φραχτες κ στεγανα ετσι όπως ,παλια
τα φτιαχναν ετουτα τα σκαρια , προ κανονισμων… ένα αμπαρι όλο το κατωκαραβο
κατω από την κουβέρτα. Να έχει χώρο για τα φορτια , για τα αλιευματα, να εχει απλα… Δωματιάκια , με κουκέτες ξύλινες στενές, μια κουζίνα
με τα βασικά, το ίδιο κ το μπανιο… είχα την εντύπωση πως μεταφερόμουν πίσω στο χρόνο , δίχως τις ανέσεις
, τις πολυτελιες , τα αυτονοητα των σκαφων των συγχρονων… τα βασικά μονο , τα απολύτως απαραιτητα… τοσο απλα , τοσο
λιτα, τοσο αληθινα.
Και πίσω στο κατάστρωμα , δεν ηθελα να αισθανομαι σαν
εισβολεας στην ψυχη του σκαριου… πισω στην κουβερτα…σε αυτό που φαινεται προς
τα εξω. Σε αυτό που θελει να δείχνει…
Τα ειδα όμως τα δεσίματα του, τα στραβά, τις πικεριες κ τις
καδινες… σαν να αφουγκραζομουνα πως οι καραβομαραγκοι της εποχής κ της χωρας
του τα εδεναν τα σκαριά τους. Να αντεχουν σε φορτια κ φορτωματα, να αντεχουν σε
καιρους αγριους χειμωνιατικους κ θάλασσες φιλόξενες…
Προσπαθώ να θυμηθώ πότε το γνώρισα, όμως δεν βοηθα η μνημη… πραγματικά πότε το
πρωτοαντικρυσα ? ίσως μια φορά που έμπαινε στο δίαυλο ρυμουλκούμενο κ λαβωμένο,
αλλά σαν όλα τα γερικα σκαρια, σαν όλα τα περιφανα, που εχουν φαει με του κουτάλι
την αρμυρά κ τα πέλαγα, τον οίκτο δεν τον προκάλεσε, μήτε την λύπηση μου…. Έπλεε
ακόμη κ τότε αγέρωχο γνωρίζοντας πως επέζησε
τόσων κ τόσων πλεούμενων…πως μια αβαρία δεν θα του στερήσει το γόητρο ούτε την γοητεία…
Πήρα να αναμετρώ τότε, όχι πόσες θάλασσες, μα πόσους πόλεμους,
ποσά γενονοτα της ιστορίας ,πόσες γενιές γνώριζε, ποσες περιπετειες… όχι σε
ποια πέλαγα μα σε τι καιρους κ τι χρονους περιπλανήθηκε κ ένοιωσα δέος …
σεβασμο ανειπωτο… 1875 εγραφε στην ξυλογλυπτη πινακιδα της πρυμης…
Και έπιασα το ξύλινο τιμόνι
, στην σκαλιστή την τιμονιέρα κ ένοιωσα να μεταφέρομαι πίσω στο χρόνο, πίσω
στις εποχές, πίσω στις μνήμες..
Θελω την ιστορια του να μαθω..ο πλοιοκτήτης ο τωρινός δέκα πέντε
μόλις το εχει στην κατοχη του… «Κάποια στιγμή ελα να σου την πω» μου λεει στα
αγγλικα , να βρω κ φωτογραφίες…» Βιβλίο λέει ετοιμάζουν στο εξωτερικό που θα το
περιλαμβάνει σαν την τελευταία, την πιο
παλιά εναπομένουσα σκούνα…
Και περάσαμε μαζί, χώρια κ αντάμα, ξεχειμωνιασματα , ποτέ
στην Μαρινα, ποτε στο μωλο, στο δρόμο του κάστρου εκεί στον πόντε…
Εκεί άραξε κ φετος…
Μια παρέα όλα τους … το ψαραδικο το τρεχαντηρι από το καστρο
τα δυο τα δικα μας , το κατασχεμενο “Hina te Fatu” , το “Αννα” κ ένα
μικρο εγγλεζικο “Pandora of Down”
που το τσάκιζε κάθε φορά ο νοτιάς διχως στρωμάτσα κ μπαλονια..
Και μια μέρα του Νοεμβρη το Αννα έφυγε… το αναζήταγα από αλάγρα από το δρομο… κατι ειχε χαλάσει τη
σειρα…
Το είδα την ίδια μέρα στην Μαρίνα… και ο γερμανος του εκεί, παρόν…Θα άλλαξε λεει την μηχανή… Όλα προβλήματα
ήταν η παλιά… θα βάζε κ μια μικρή εφεδρική, έτσι να βρίσκεται …μας ρώτησε κ για
τα δικά μας τα ταξίδια, για του κουρσάρου την πλεύση για την συμπεριφορά στα κύματα.
Θα εφευγε τις επομενες μερες… προβληματα στην πατρίδα. Θα γύριζε άνοιξη…
Και ξημέρωσε εκείνο το πρωινό μετά τα αγρία 9αρια του μαΐστρου…
Άυπνη από την έγνοια κ την αγωνιά όλο το βράδυ για τα σκάφη πήγαμε με το φως
της μέρας πρώτα από την μαρίνα κατά πως το συνηθίζουμε…
Είναι το ματι μου μαθημενο από μακρυα να πιανει τις παράταιρες
εικόνες, συνηθισμένο να βλέπει τα ασυνήθιστα…Πριν τη στροφή τα άλμπουρα γερμένα
με κλίση μεγάλη κ ανεξήγητη…-«Ωχ το Αννα, εχει μπατάρει »….
Το σφιξιμο της καρδιας στην θεα του σκαριού του βουλιαγμένου
δεν μπορει να αποδοθεί με λόγια. Γροθιά στο στομάχι το θέαμα. «Το καημένο» ..
.σαν άνθρωπος , σαν δικος… τραυματισμένο αναζητούσε την βοήθεια κ την σωτήρια από τους ανθρωπους που προσετρεξαν …
Παραδοξως ηταν ακομη περιφανο κ ας ηταν από το βραδυ βυθισμενο… Εκει αναμεσα 8-
9 την ωρα που φορταρισε ο ανεμος, την ωρα που μας εκοψε εμας δυο καβους , εγινε
το κακο… σε δεκα λεπτα μεσα ειχε μπαταρει, αστραπιαια , πριν το παρει κανεις
χαμπαρι, αθορυβα.
Ταινιες απαγορευτικες να
κλεινουν την προσβαση δεν ειχαν ακομη μπει κ ο γερανος περιμενε τον δυτη
να τελειωσει κ να περασει τις φασκιες… να παμε λιγο κοντα να το δουμε…
-«Παιδια μακρυα» δεν ξερουμε τι γινεται σε ένα ξαρτι κ σε
ένα σιδερο βαστιεται να μην μπαταρει εντελως.
Και τοποθετουνται οι κωνοι οι απαγορευτικοι, κ οι κοκκινες κορδελες
κ οι αδιακριτοι – εμου συμπεριλαμβανομενης- κ οι μη εχοντες εργασια να
κρατηθουν μακρυα….
Και φυσικα το φραγμα για ενδεχομενη ρυπανση , αυτό που
εβλεπα μονο στις ετησιες τις ασκησεις…
Και κρυο αγιαζι να
πηρουνιαζει τα σωθηκα…αλλα όχι θα καθισω εκει οσο αντεξω…δεν μπορω να φυγω ,
δεν θελω να φυγω τους λεω. Κ ας μην υπαρχει λογος προφανης περα από την ονειροπαρμενη αντιληψη μου που πιστα υπηρετω κ πρεσβευω…πως τα σκαφη και ψυχη εχουν
κ υποφερουν…
Και εμεινα εκει ένα τετραωρο να χαζευω τους ιμαντες, τις
αντλιες, τις μανικες ,τον γερανο , να ακουω των ξυλων το αποκρουστικο τον ηχο
την ωρα που ζοριζονταν, που τριζαν από
την βιαιη επαφη με τον ντοκο …να αφουγκράζομαι τα λόγια κ τις κουβεντες, να προσπαθω
να βγαλω νοημα , να καταλαβω γιατι βουλιαξε, να ακούσω η ζημία κ η αιτία ποια
ηταν… Εικασίες κ σενάρια από τους συνήθεις περίεργους ομογυρους μου κ όταν δεν ενοχλουσα ,όταν η στιγμη το
επετρεπε ,να προσπαθω να ξεκλεψω από
τους πιο αρμοδιους καμια εγκυρη πληροφορια…
Και απεμεινα εκει , καθισμενη πανω στην πυροσβεστικη φωλια
,να βλέπω το δυτη να βουτα , να βγαινει, να δειχνει, τον γερανο να σηκωνει κ να
κατεβάζει το βελόνι κατά το δοκουν, τις αντλιες να δουλευουν, τα πανιολα να αφαιρουνται
, ότι βαρος από το καταστρωμα μπορουσε να μεταφερθει, να βγαινει στο ντοκο.
-«έχει ζημία ? πως έγινε?»
-«δεν μπορώ να δω ακόμη»
-«έχει καθίσει?»
-«όχι ευτυχώς το συγκράτησαν τα ξάρτια. Δεν έστρωσε»
κ μετά από κάμποσο κ από πολλές του δυτη βουτιές στα εξω αλλά
κ στα ενδότερα με τον φακό – πω πως πιανοταν
η ψυχη μου εκεινη την ωρα- …
-« δεν βλέπουμε ζημία , μόνο την μπούκα της εξατμισης διχως
ταπα, αυτή της μηχανης που αφαιρεθηκε, , από κει
καλαρισε τα νερα.»
Τεσσερις ωρες στο
κρυο μεχρι που απέμεινα μονη…
-«Εσυ θα μου πεις τι κανεις εδώ?»
-«Εγω? Μα δεν μπορώ να φύγω» λέω διχως να εχω κανενα
επιχειρημα….
Αλλά εφυγα, κ όταν γύρισα το βρήκα ρυμουλκιο να είναι στους ιμάντες του λιφτ στερεωμένο… κ χάρηκα
που τα έξαλλα του κ τα πλαϊνά τίποτα δεν είχανε, τιποτα δεν παθανε… και που
αντεξε αν κ με το εσωτερικο τραυματισμενο…τουλαχιστον δεν ηταν μεσα οι μηχανες
…γλυτωσανε…Detroit η παλια , -Deutsch η καινουργια …
Αμέλεια
δηλαδη η αιτία … ούτε τα παλιά βρεχαμενα εφταιγαν , ουτε σοκορο ανοιγμένο υπηρχε,
ούτε στουπί βγήκε… νερά που μπηκαν από την τρυπα της εξατμισης… ηταν δεν ηταν
10 εκατοστα η διάμετρος…αμελητεα σε σχεση με ένα σκαρι τριάντα μέτρο σχεδόν.μα μοιραία….
Και πέρασαν
κάποιες μερες κ το γνώριμο βανακι με της γερμανικές πινακίδες εκανε την
εμφανιση του… Και εκεί στην ιδια μεριά που ήταν το Αννα φασκιωμενα φορτια ολοκληρα με αχρηστα πια
αντικειμενα των σωθηκων… στρωματα, ξυλα – φορτηγα ολακερα- , καλωδια, συσκευές,
ψυγεια, κουζίνες , εργαλεια, ένα μωρουδιακο πλαστικο παπουτσι… θλιβερές ντάνες στοιβαγμένες
στην στεριά …
Πάμε κοντά
,μια καλημερα τουλαχιστον την οφειλουμε…ξερω πως τετοιες ωρες οι κουβεντες
είναι μετρημένες ή μαλλον πρεπει να είναι….
Τι εγινε ?ρωτω ….
«Μια
Μαλακια» η φραση αυτή στα ελληνικα…. Ετσι ειπε ο γερμανος… «μα δεν παει το
μυαλο σου πως θα θαλασσωνε ετσι… την προηγουμενη μερα εφυγα… Την
προηγουμενη μολις μερα εφυγα… Εχω τον πατέρα μου στο νοσοκομείο. Που να το
φανταστω, ηταν ψηλα η μπουκα, 20 ποντους 25. Ητανε κ αλαφρυτερο, ξεσαβουρωτο εναμιση τονο διχως τη μηχανη… ξερεις ε δεν την
εβαλα γιατι η ρεβερσα ηταν άχρηστη κ περιμενα την καινουργια» « Δυο ατομα ειχα
που το βλεπανε…. Και ειχα τεσσερις αντλιες 2 από τις μπαταριες κ δυο 220.. αλλα
δεν τα πρόφτασαν τα νερα… καικια σαν αυτό δεν έχουν στεγανά… δεν θελει κ πολύ
να γεμιζει νερα, είναι κ αμπασο… θυμάμαι στο Αιγαίο ημουνα , έψαχνα καλαφάτη για
ένα σοκόρο, ένα αρμό 15 εκατοστα… 20 λεπτα έλειψα κ το βρηκα σχεδόν 2 πιθαμες βουλιαγμένο
κ δεν έβρισκα πουθενά – εξόν της Λερού – λιφτ να με τραβήξει…δεν θέλει πολύ να γίνει
το κακό.
Εχει ασφάλεια? ρωτώ…
από την πρωτη στιγμη φανταζομουνα πως δυσκολα
καποια ασφαλιστικη θα αναλαμβανε τοσο παλιο σκαρι… «όχι καμια δεν δεχεται να το
ασφαλισει…αλλα αν ηταν ένα ψευτικο πλαστικο της σειρας δεν θα υπηρχε θεμα… Δες
τοση ταλαιπωρια , τοσο κοπανισμα κ τα
στραβα του αντεξαν, τα μαδερια δεν παθαν τιποτα…»
Είναι μεγάλη η ζημία ? ρωτω….
Βλεποντας
στρωματα , εξοπλισμο, την βαπορετα, την γεννητρια , ηλεκτρικα πεταμενα χυμα
εξω…
«Μεσα
διαλυθηκαν όλα. Τιποτα δεν εμεινε όλα από την αρχη. Τα ξηλωνουμε όλα. Δεν εχω
λεφτα να τα φτιαξω σιγα σιγα, όμως την ωρα που ηταν βουλιαγμενο ο γιος μου ο
μεγαλος – 13 είναι, με κλαμα στα ματια μου ειπε πως πρεπει να το σωσουμε ,
πρεπει να το κρατησουμε, του το χρωσταμε. Αυτος με επεισε.»
«βγαζω
σιγα σιγα τα πραγματα από μεσα , κ μετα θα το ξεπλυνουμε ολο με γλυκο νερο με
το πιεστικο γιατι οσο καλο κ αν εκανε η αρμυρα στο κατοκαραβο κ στις ξυλοδεσιες τοσο κακο ηταν για όλα τα υπολοιπα… από την
αρχη ολες οι ηλεκτρικες εγκαταστασεις, τα οργανα , όλα… Μεγαλη ζημια… κ πρεπει
να στεγνωσει καλα…» και πρεπει να ξαναφυγω…. Λεω από βδομαδα να το ξαναριξω
διπλα, ειδες τι καιρο λεει τις επομενες μερες?»
Ειπαμε
να περασει η νοτια , να περασει κ το 7αρι του μαιστρου… μετα ρυμουλκουμενο το
χτυπημενο Αννα θα παει παλι στην ιδια
μοιραια θεση από Γεναρη κ για ένα
τριμηνο θα αρχισουν οι επισκευες κ κατά την ανοιξη θα βγει εξω στην στερια για
τα μερεμετια τα υπολοιπα , να φτιαχτει της πρυμης το τακαδο , να τσεκαριστουνε
οι αρμοι…
Αντεξε όμως λεω… αυτό εχει σημασια… αντεχει ακομη…και σιγουρα θα πλευσει ξανα με νεες μηχανες στα πελαγα μας…
μια αβαρια ητανε, μια ατυχη στιγμη , μια μελανη όχι σελιδα μα κουκιδα στα τοσα
χρονια ιστοριας του… Και φυσικα τα
αρμενα του θα τα ξανανοιξει…
Και
στο κατω κατω της γραφης, μαθημενο είναι από περιπετειες… ξερει να αντεχει κ να
επιζει και να επιμένει…ως η παλιοτερη
σκουνα , το παλιοτερο σκαρι εχει αντοχες ακομη…
Και
ως επίλογος , ως επιμύθιο….
«Το ξέρεις πως είναι η δεύτερη φορά που βουλιάζει?
Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το γάζωσαν με
ριπές , το βούλιαξαν στην Νορβηγία…σε λαθρεμπορικό
λέει το είχαν μετατρέψει…»
Και
από την σαβουρα των ξυλων που πανε στην χωματερη, ένα ροδοξυλο, μια ελια, ένα
μπανιολο ( για πυρογραφια του ) πηρα κ
ένα ξυλινο –αλμυρισμενο- μπολ…. Ενθυμιο της περιπετειας του Αννα…
Και ως
υστερογραφο, ως ευσημο – τιμη μου κ καμαρι- σε σπαστα ελληνικα ο χαιρετισμος του Γερμανου
φιλου , όταν επιτελους γελασε βλεποντας με φορτωμενη με τα ξυλα τα πεταμενα του
Αννα….
«Εσυ… πολύ Τρελλος»…. Μα αν δεν ειχα ετουτη την τρελλα θα
αγαπουσα τοσο ετουτα τα σκαρια?