5.1.13

Μια Καπετανισσα & η θαλασσα

Εφοπλιστης ΤΕυχος 237 (Ιανουαριος 2013)

Η χαρα μου μεγαλη... Η Καπτα Βασω η Κονιδαρη μου παραχωρισε για λογαριασμο του περιοδικου Εφοπλιστης μια χειμαρρωδη 7σελιδη συνεντευξη...
Αξιζει να την διαβασετε .



Το λινκ του περιοδικου  για μια προγευση ειναι εδω
"Βάσω Κονιδάρη, πλοίαρχος Α’ εν ενεργεία, εκ Λευκάδος ορμώμενη. Η καπτά Βάσω για το πλήρωμα. Η Βασούλα για τους αγαπημένους και δικούς.
Η Βάσω της θάλασσας για όσους την έχουν ζήσει. Μια γυναίκα καπετάνισσα, που καταξιώθηκε ακολουθώντας για επάγγελμα το δρόμο της καρδιάς και του πεπρωμένου της.
Από τις πρώτες πλοιάρχους Α’ –ή μήπως πλοιαρχίνες;– της φουρνιάς της, μια από αυτές της Ελληνίδες που συμπληρώνουν συνολικά σκάρτη δεκάδα.
17 χρόνια υπηρεσίας μέχρι τούδε στο φυλλάδιό της. Απ’ όλα: φορτηγά, γκαζάδικα, επιβατηγό δρομολογιακό, f/b, παντόφλες, ιστιοπλοϊκά, θαλαμηγοί, motor ships. Μόνο σε LPG δεν θα ‘θελε να πλοιαρχεύσει, όπως λέει.
Ένας άνθρωπος που δεν περνά απαρατήρητος ούτε στη στεριά, πόσο δε μάλλον στη θάλασσα. Ορμητική, γεμάτη ζωή, ενέργεια, θέληση, έχει πάντα κάτι να πει, κάτι να δώσει. Όσοι βρέθηκαν κοντά της στα καράβια –σε οποιοδήποτε μετερίζι– κάτι αποκόμισαν, κάτι κέρδισαν από τούτη τη συναναστροφή.
Κάποτε σ’ ένα λιμάνι μικρό επαρχιακό, στον ντόκο, τη θυμάμαι στο κατάστρωμα να ελέγχει την εκφόρτωση –λιπάσματα, νομίζω– φορώντας το κράνος και τη στολή εργασίας· τόσο ενσωματωμένη με το καράβι, τόσο «ένα» με το τσούρμο του πληρώματος.
Όταν έλαβε χώρα τούτη η συνέντευξη, μόλις είχε τελειώσει τη βάρδιά της. «Στην Αλεξανδρούπολη βρίσκομαι, έχει και μια συννεφιά…». Η πρώτη ερώτηση δεν θα μπορούσε παρά να είναι η κλασική, αυτή που άπειρες φορές όλοι την έχουν ρωτήσει.
Γιατί ναυτικός, γιατί καπετάνισσα;
Το χαμόγελο φωτίζει και γλυκαίνει το πρόσωπό της, όπως κάθε φορά που τη ρωτάνε γι’ αυτή τη δουλειά. Με μια φυσικότητα λέει αυτό που πάρα πολλοί σκεφτήκανε κάποτε σε ηλικία τρυφερή, αλλά λίγοι αποτόλμησαν. Κι ακόμη λιγότερες γυναίκες.
«Από μικρή έβλεπα ότι μ’ άρεσε να μετακινούμαι συνέχεια από το ένα μέρος στο άλλο, να γνωρίζω και τα μέρη και τους ανθρώπους. Έβλεπα πως η θάλασσα με γοήτευε. Με ηρεμούσε με τις μπουνάτσες της, μα κι όταν είχε φουρτούνα με εξίταρε».
Η συνεχεια στο περιοδικο...