Καθε Σεπτεμβρης ειναι μια μαυρη επετειος...
Αναδημοσιευω εδω τις σκεψεις κ τα συναισθηματα που μου γεννησε η εφετινη ετσι οπως δημοσιευθηκε στο περιοδικο Εφοπλιστης (τευχος 245 Σεπτεμβρη 2013)
O ίδιος απαράλλαχτος διάλογος , η ίδια παντα σκηνή δεκατρία χρόνια
τώρα ,λίγο πριν σαλπάρει με το πλοίο της γραμμής απ το νησί, για το νησί…
Δεν χρειαζόταν πολλά λόγια. Και οι δυο ξέρουν ποια είναι η προτεραιότητα
στων μπαγκαζιών το περιεχόμενο.
-«Μάνα τα έβαλες?»
-«Ναι παιδί μου», κάθε φορά η ίδια συνωμοτική απάντηση
-«Μάνα θέλω να βεβαιωθώ , να είμαι ήσυχος»
-«Δες παιδί μου μόνος σου» Κάθε φορά η ίδια συγκαταβατική απάντηση.
Και καταγαλιαζει της ψυχής η αγωνιά σαν αντικρίζει τα βατραχοπεδιλα ,παντα πάνω πάνω, παντα πρώτα, χειμώνα
–καλοκαίρι ατού ταξιδιού τη χειραποσκευη…
----
Δεν ήταν καλή επιλογή να ταξιδέψει με τούτο το από παντού κλειστό
ταχύπλοο. Μπορεί να γλίτωνε χρόνο αλλά ασφυκτιούσε, της έπαιρνε τον αγέρα, της έκοβε
την ανάσα.
Και άρχισε μεσομπουγαζα να κουνά με ένα παράξενο σκαμπανέβασμα.
Προσπάθησε να ελέγξει τον πανικό που την κυρίευε. «έτσι κουνάνε ετούτα»… Σε
κάθε σκαρτάρισμα , σε κάθε χτύπημα της μάσκας στο κύμα… Και ο ιδρώτας την έλουζε,
κ ο φόβος την κυρίευε, κ οι εικόνες –δεκατρία χρόνια τώρα- ολοζώντανες ξανά, κ
είναι τώρα μέσα στην θάλασσα… Και ο φόβος
έγινε κραυγή, κραυγή τρομαχτική κραυγή ανεξέλεγκτη , κραυγή άναρθρη που γέμισε
το χώρο τον επιβατών γυρεύοντας διέξοδο. Και ήρθαν όλοι, το πλήρωμα, πρόστρεξαν
οι αξιωματικοί, κ πήγε στη γέφυρα, να νοιώσει ασφάλεια, να βλέπει τι γίνεται
κάθε στιγμή , σε κάθε κύμα. Μόνο έτσι θα ησύχαζε…
----
Κάθε φορά κάθε καλοκαίρι η ίδια η σκηνή στο νησί, δεκατρία χρόνια
τώρα, η ίδια συγκίνηση στο σμίξιμο , στο καλοκαιρινό αντάμωμα.. Και η κουβέντα
παντα κάθε φορά να περιστρέφεται οδυνηρά κ μόνο γύρω από κείνη την νύχτα, κ ας υπήρχαν
χίλια δυο ακόμη να μοιραστούν. Ξανά κ ξανά κ ξανά τα ίδια λόγια, οι ίδιες περιγραφές,
ο ίδιος πόνος, ο ίδιος τρόμος, τα ίδια αναπάντητα ερωτηματικά, η ίδια ευγνωμοσύνη
για τους σωτήρες - μα είναι τόσο βαριά
αυτή η λέξη… « Κ είμαστε ακόμη ζωντανοί»
---
Και σαν να ηρθε του χρόνου το πλήρωμα , δεκατρία χρόνια μετά
, η καλοστεκούμενη μεσόκοπη κ περήφανη γυναίκα ,αξιώθηκε λέει με δάκρυα απροσποιητα
στα μάτια, δάκρυα μόνο να ψελλίσει ψιθυριστά
, πέφτοντας στην αγκαλιά ενός τόσο αγαπημένου άγνωστου
«Χάρη σε σας έχω το παιδί μου. Ευχαριστώ…Αλλά δεν μπορώ να
πω τίποτα άλλο, δεν μπορώ να κάνω για
σας τίποτα άλλο»
---
Κοιτάνε το βλέμμα του, ένα βλέμμα θόλο, ένα βλέμμα κενό, ένα
βλέμμα άδειο… Εκεί που σε παρακολουθεί
, εκεί χάνεται, βυθίζεται σε ένα κόσμο ομόδικο του , απροσπέλαστο, αδιόρατο, άγνωστο
σε όλους… Κανείς δεν ξέρει τι σκέφτεται εκείνες τις ώρες, τότε που αρχίζουν οι ζαλάδες
του – δεκατρία χρόνια μετά- Ξέρουν μόνο πως τότε άρχισε να θολώνει η ματιά , τότε
άδειασαν από ψυχή , από καρδιά κ από αντοχές ετούτα τα κενά μάτια.
----
Δεκατρία χρόνια μετά κ ακόμα σε κάθε λογκαδο, σε κάθε
περατζαδα , σε κάθε ταξίδι θέλει να βλέπει την πλώρη του, παντα την πλώρη του ,
κ ας είναι μέρα , κ ας είναι νύχτα… Θέλει να ξέρει, να έχει ο ίδιος γνώση πως Πόρτες
δεν θα βρεθούν ξανά στου καραβιού του τη
ρότα.
----
Το γύρισε στα βιβλία, στο διάβασμα, στο δίκαιο, ναυτικό δίκαιο,
αποφυγή συγκρούσεων, ότι είχε σχέση με καραβιά, με ατυχήματα, με ναυάγια, έπρεπε να αποκτήσει γνώση, έπρεπε να
βρει απαντήσεις, έπρεπε να καταλάβει, έπρεπε να αγορεύσει. Έπρεπε σε κείνη ,
και στην επόμενη τη δική να βρει εξηγήσεις, να βρει γιατρειά «Ε
όχι 82 νεκροί είναι πολλοί, υπάρχουν όρια» …Δεκατρία χρόνια μετά ακόμη
την γυρεύει απεγνωσμένα η ψυχή του .
---
Έλιωνε ολοένα κ περισσότερο, έλιωνε κάθε μέρα ,ανήμπορη σε ενός νοσοκομείου τον ασφυκτικά μικρό θάλαμο…
Δεν έχανε την ελπίδα της κ ας της κατάτρωγε τα σωθικά, κ ας μη μπορούσε πια να περπατήσει
– «Λες να μπορέσω να ξαναβάλω παπούτσια?» ρωτούσε με αγωνιά… Και οι γιατροί δεν έδιναν μήτε φρούδες
ελπίδες… Και ξερνά όλοι – επιστήμονες κ δικοί- πως εκείνη η νύχτα η αποφράδα, δεκατρία
χρόνια πριν, τότε που έψαχνε τον άντρα της ήταν η αφορμή που πυροδότησε τούτο
το νόσημα.
Στο βιβλίο λοιπόν των
ζωών τους, στα τόσα ξεχωριστά βιβλία των ζωών τους , μια σελίδα η τσακισμένη, σελιδοδείκτης
κ ορόσημο για κάθε πρόταση , για κάθε παράγραφο…
Γραμμένη με μαύρα με τα πιο μέλανα , τα πιο τονισμένα γράμματα,
Κιτρινισμένη από το χρόνο ,
Κιτρινισμένη από τα δάκρυα κ το πόνο,
Διόλου δεν ξεθώριασε…
Παντα εκεί ανοίγει το βιβλίο , σε κάθε τυχαίο ξεφύλλισμα ,
σε κάθε αναφορά.
Μα γιατί δεν στάθηκε ο χρόνος γιατρειά – κατά πως λένε- σε τούτο
των ναυαγών τον τρόμο που ξεπηδά κάθε φορά ολοζώντανος ακόμη κ σήμερα στα λόγια, στις αφηγήσεις, στη
καθημερινότητα τους?
Πως γίνεται δεκατρία χρόνια μετά τα τραύματα κ οι πληγές του
μυαλού , της καρδιάς , της ψυχής να χάσκουν ορθάνοιχτες, να πονάνε ακόμη τόσο οδυνηρά,
να μην έχουν βρει γιατρικό?
Και αν κάποιος- σκληρά κ άδικα – αναρωτηθεί μήπως οι σελίδες
οι τσακισμένες του βιβλίου , των τσακισμένων ζωών είναι με υπερβολή διανθισμένες?
Σαν τα δράματα που δίνουν υπόσταση σε ζωές άχρωμες κ αδιάφορες, που χρήζουν κάποιους
κομπάρσους σε πρωταγωνιστές?
Μπορούμε? , θα μπορέσουμε άραγε ποτέ
όλοι εμείς οι «απέξω» να νοιώσουμε ποτέ
πως ένοιωσαν, πως εξακολουθούν να νοιώθουν ετούτοι οι άνθρωποι , και οι δικοί
τους , οι κοντινοί τους , οι οικογένειες του?
Και αν για κάποιους η
θάλασσα ακόμη κ φουρτουνιασμένη, ακόμη κ αυτή του ναυάγιου δεν φέρνει τρόμο,
είναι τα "νερά τους" για όλους αυτούς τους ανθρώπους , τους νησιώτες, του ναυάγιου τους επιζήσαντες, τους ταξιδευτές, που βρέθηκαν εκείνο βράδυ μέσα
στα παγωμένα νερά ήταν κάτι άγνωστο,
ήταν κάτι φοβιστικο κ ήταν νύχτα κ ήταν σκοτάδι κ ήταν εφιάλτης κ είναι
εφιάλτης ακόμη κ τώρα που κλείνουν τα μάτια κ ζωντανεύει η φρίκη.
Και θέλοντας να ακούσω των ψυχών
τους τα μύχια, να δω τι αντίκριζε εκείνο το βλέμμα το τρομαγμένο, να
καταλαβαίνω γιατί «δεν ξεπερνιέται ποτέ» κατά πως λεν, γιατί παντα θα χάσκουν
οι πληγές ανοιχτές , γιατί ποτέ η μάτια γαληνή δεν θα κρύβει, γυρίσω πίσω, ανατρέχω σε κείνη τη νύχτα, τότε
που σταμάτησε ο χρόνος, σε κείνα τα λεπτά , σε κείνες τις ώρες κ τους ξανάκουω,
αφήνω να ζωντανέψουν οι δικές τους, οι καταδίκες τους , οι μοναδικές οι μνήμες…
τι κ αν κάθε μια ψυχή βίωσε κ βιώνει αλλιώτικα
την δική της αλήθεια, τι και αν η διαφορετικότητα κάθε περιγραφής, η κάθε ξέχωρη
οπτική κάνει κ τους ίδιους να αναρωτιούνται «Μα ήμασταν στο ίδιο ναυάγιο»?
Πως διηγείσαι ένα θαμπό όνειρα το επόμενο πρωί, έτσι
συγκεχυμένα, δίχως λογική είναι οι εικόνες που έχει μαζέψει ο καθένας με την δική του "αλήθεια"
παραμορφωμένη, τρομαγμένη, υπερβολική , φοβισμένη ,
ακόμη κ τώρα μπερδεμένη στο μυαλό . θολές ασύνδετες εικόνες.. Γιατί να έχει όμως
νόημα? Τι είχε νόημα άραγε από κείνη την νύχτα
---
«κοιμάται ανέμελος, κουρασμένος
, στο τέρμα των διαδρόμων κατάχαμα με σλιπινγκ μπαγκ σαν όλους τους νεαρούς της
οικονομικής θέσης. Ξυπνά …Δεν καταλαβαίνει τι έγινε. Τι είναι εκείνος ο πανικός .όλα έγιναν αστραπιαία. Όταν
ανακαλεί την μνήμη θυμάται μόνο πως ίσα που πρόλαβε να φορέσει σωσίβιο που του πέταξε
μια άγνωστη κύρια 3 λεπτά πριν βουλιάξει. Δεν ξέρει μπάνιο παρά μόνο με βατραχοπεδιλα. Αδύνατος κ λιπόσαρκος
θυμάται –«σε ένα ντοκιμαντέρ το είδα»- πως αφού είχε σωσίβιο δεν πρέπει να βγάλει
ούτε ρούχα ,ούτε παπούτσια, ούτε το δερμάτινο μπουφάν …για να γλιτώσει την υποθερμία.
«Κοιταζω το ρόλοι, πότε πέρασαν τρεις μίση ώρες στην θάλασσα
?
«Εγώ κ άλλοι 10 ναυαγοί η μάλλον 10 φωτάκια σωσίβιων , αυτό βλέπω μες στο σκοτάδι να παρασερνόμαστε μακριά από τους υπόλοιπο το τσούρμο
να μας πηγαίνουν τα ρέματα κ τα κύματα ξομακρα προς τα ανοιχτά.»
Βλέπουν τα ψαροκάικα σε μεγάλη απόσταση , να περνούν
να κατευθύνονται στις ξερές εκεί που ήταν
μαζεμένοι οι πολλοί.
Βρίσκονται ξαφνικά οι τέσσερις άγνωστοι πιασμένοι αγκαζέ- αυτός , μια κοπέλα, και ένα ζευγάρι
σαμιώτες , ο άντρας θηριώδης- σε μια ύστατη προσπάθεια να ενώσουν τις δυνάμεις
κ τις αντοχές τους..
Κάποιοι τους αντιλαμβανονται . Ερχονται κοντά μικρά ταχύπλοα.
Δεν μπορούν όμως να πλησιάζουν. Η θάλασσα
τα σηκώνει στον αέρα. Τα πετά το κύμα . Τις κουλούρες δεν μπορούν να τις πιάσουν. Οι ναυαγοί
τους φωνάζουν. «Φύγετε θα πνιγείτε».
Είναι παράξενο ..Τον δικό τους τον κίνδυνο μέσα από την θάλασσα
δεν τον έβλεπαν , δεν τον αντιλαμβάνονταν, δεν θελαν να τον αντιληφθούν «Μπορεί
κ να τον συνηθίσαμε αφού δεν πνιγήκαμε εξαρχής» .Βλέπουν όμως τα σκάφη να κινδυνεύουν. Τότε
ένας τους φωνάζει « θα σας στείλω ένα μεγάλο» . Νόμιζαν πως το λέγε για να τους
εμψυχώσει φεύγοντας.
Βλέπουν όμως να τους πλησιάζει ένας όγκος φωτισμένος . «ναι
θα μπορέσει να μας σώσει» αναθαρρούνε. Όμως οι κινήσεις του δύσκολες κ ξαφνικά
«το βλέπουμε να στρίβει απότομα κ να έρχεται καταπάνω μας με την πλώρη» . Ολοθορθο το σκάφος από το
κύμα , αντικρίζουν τα βρεχόμενα κ την
καρίνα στον αέρα , μόνο η πρύμη είναι μέσα στο νερό. Νομίζουν πως θα πέσει πάνω τους. «την γαμήσαμε» σκέφτεται κ κλείνει
τα μάτια περιμένοντας το τέλος.
Όμως ξαφνικά βρίσκονται στο πλάι του , εκεί που απαγκιάζει
στα απήνεμα. Μια φιγούρα όρθια στην πλώρη του πετά την κουτουλά κ ναι «πετυχαίνει τρίποντο» την περνά μέσα από το χέρι
του. Τους τραβούν κ τους 4 μαζί σφιχταγκαλιασμένους , αλλά κοπανάν στα πλευρικά
του μεγάλου σκάφους. Μπλέκεται το σκοινί
στα ξάρτια «Τραβήξτε εσείς τα μπόσικα» τους φωνάζουν . Όμως λίγο πριν την σωτήρια
οι δυνάμεις εγκαταλείπουν, το σθένος εξαφανίζεται. Ήδη η υποθερμία τον κυριεύει.
Η κοπέλα απελευθερώνεται πηγαίνει στην σκάλα , το ίδιο κ ο θηριώδης σαμιώτης Ξαφνικά η γυναίκα που ήταν κ αυτή εξαντλημένη
κ γαζωμένη από τον λαιμό του χάνεται.. Δεν ξέρει τι συνέβη, την ψάχνει κάτω από το νερό, νομίζει πως πνίγηκε, αφήνει την
κουλούρα να ψάξει να βρει αυτή την άγνωστη
, όμως το κύμα τον πηγαίνει κάτω από την σκάλα , δεν έχει αντοχές να πιαστεί θα σκοτωθεί ανάμεσα στα σιδερά, . Σβήνει… θυμάται μόνο 2 γυμνά
ποδιά –να μπαίνουν μέσα στο νερό κ να τον αρπάζουν. « Θα τα αναγνώριζα ακόμη κ
τώρα ανάμεσα σε χιλιάδες ποδιά» Νομίζει – εκεί τον έχει εγκαταλείψει η μνήμη-
πως τον πέταξαν σαν σακί στο κατάστρωμα.
Θυμάται μόνο πως είπε «τώρα σώθηκα» . Έχει παγώσει , νοιώθει
κάποιον να τον χτυπά στη πλάτη , ξερνά θάλασσα, ξερνά νερό. Εκεί βλέπει κ τους υπόλοιπους τρεις, τα τρία μοναχικά
Φώτα που για ώρες μηνάν σφιχταγκαλιασμένοι. Εκεί ήταν και άλλοι ήταν πάνω από 25 , γύρω στους 30 οι σωσμένοι..
Μα δεν προλαβαίνει να χαρεί . Ζαλίστηκε
πολύ , τον πιάνει η ναυτία. Και ένας φόβος
παράλογος πως τώρα που σώθηκε θα βουλιάξει κ αυτό το σκάφος της σωτήριας. Και πεσμένος
κατάχαμα , παγωμένος, με μια κουβέρτα , αρχίζει να φωνάζει , να ικετεύει για στεριά….
Και η μίση ώρα μέχρι
να τους πιάσουνε στο λιμάνι ήταν για αυτόν ο χειρότερος εφιάλτης…
Νόμιζε πως όλα τελείωσαν σαν πάτησε στη στεριά, δεν θυμάται
πως σώθηκε, και ας πέρασε λίγη ώρα μόνο.
Θυμάται μόνο ένα όνομα “panther”
, δεν ξέρει όμως αν το είδε, αν το διάβασε , αν το άκουσε, αυτοί λέει είναι οι σωτήρες
του … και είναι ένα μεγάλο άσπρο σκαρί με δυο άλμπουρα. Δεν στάθηκε να δει ,
δεν συγκράτησε τίποτα, δεν είδε τίποτα , δεν θυμάται πως πέρασε τόσες ώρες στα κύματα.
Πατά στεριά κ μόνο αυτό έχει σημασία. Μέσα στο σκοτάδι, διακρίνει το εκκλησάκι,
νοιώθει την ανάγκη να πάει , να ανάψει ένα κεράκι, ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης.
Μπαίνει μέσα , είναι σκοτάδι, μα νοιώθει πως δεν είναι μόνος.
-«Θα είναι ναυαγοί σκέφτεται κ τους έβαλαν εδώ να κοιμηθούν».
Ανάβει το κερί κ ετοιμάζετε να προσκυνήσει κ όπως το
αχνοφεγγισμα του φωτίζει την εκκλησία κ
καταλαβαίνει με τρόμο πως το εκκλησάκι της παράλιας είναι μια εκατόμβη ,
πως εκεί έβαλαν τους πνιγμένους….
Και τούτο είναι το μόνο που θυμάται, το μόνο που κάποιες
φορές καταφέρνει με κόπο να διηγηθεί… για αυτόν ο χειρότερος εφιάλτης….
«(…) ακούμε ένα τρομερό κρότο ,ένα δυνατό τράνταγμα. Πέσαμε
από τις καρέκλες. Ένοιωσα να με ποδοπατάνε στην προσπάθεια τους να βγούνε έξω. Πανικός,
φωνές υστερίας, γυναίκες – μα αυτή είναι ψύχραιμη ακόμη - να ουρλιάζουν , παιδάκια
να κλαίνε. «Φόρεσα σωσίβια σε περίπου δέκα άτομα. Πάω προ το πίσω μέρος του πλοίου
κ πιάνομαι από την κουπαστή, έχει τρομερή κλίση με το ζόρι κρατιέμαι»
γλιστρά μέσα , βουλιάζει τέσσερα μέτρα , ξαναβγαίνει . Κοιτά πίσω. Το πλοιο γερμενο κ επάνω του , μέσα
κ έξω άτομα γαντζωμένα.
«Αρχίζω να φωνάζω « Πέστε το πλοίο βουλιάζει, θα σας πάρει μαζί
του» Σχεδόν παρακαλούσα.
Βλέπω δίπλα μου μια κοπέλα αλλοδαπή να προσπαθεί να πάει
προς το πλοίο που βουλιάζει. Την κρατάω, αντιδρά, Επιμένω» Σχεδόν παλεύουν οι
δυο γυναίκες.
«Αν την άφηνα το καράβι θα την έπαιρνε μαζί του. Βλέπω σε μικρή
απόσταση μια ομάδα ανθρώπων , τραβώ την κοπέλα κ κολυμπώ προς το μέρος τους. Απελπισμένα
πιανόμαστε ο ένας από τον άλλον , Όχι όμως για πολύ. Το πλοίο βυθίζεται, έρχεται
τότε ένα κύμα τεράστιο, μας βουλιάζει 4-5 μέτρα. Αισθάνομαι να με τραβούν χέρια
από παντού, από τα μαλλιά , τα χέρια ,τα ποδιά, Νοιώθω να έρχεται το τέλος , προσπαθώ
να κρατηθώ στην επιφάνεια, να πάρω ανάσα, καταπίνω νερό, νοιώθω να πνίγομαι, σε
μια τελευταία προσπάθεια κάνω βουτιά κ περνώ κάτω από όλους που ήταν γύρω μου.
Από κείνη τη στιγμή κ μετά αποφεύγω κάθε
άλλο άνθρωπο που βλέπω δίπλα μου…
(…) Και τότε βλέπω τον εφιάλτη που θα στοιχειώνει τα όνειρα
μου για ολόκληρη τη ζωή μου: Δεξιά μου βλέπω κάποιον χωρίς σωσίβιο μπρούμυτα
στο νερό. Τον τραβώ. Είναι νέος ,περίπου τριάντα. Τον κραταω,Του μιλώ. Προσπαθώ
να τον Εμψυχώσω , να του δώσω κουράγιο. Τον βεβαιώνω πως θα σωθούμε αρκεί να βοηθήσει
και εκείνος. Τον βαράω , δεν αντιδρά. Δεν ανταποκρίνεται. Βλέπω μια πόρτα να επιπλέει..
Τον ακουμπάω επάνω συνεχίζοντας να του μιλώ. Καμία αντίδραση. Συνεχίζω περίπου μίση
ώρα. Δυστυχώς καταλαβαίνω ότι δεν ήθελα να παραδεχτώ. Είναι νεκρός. Βλέπω να πλησιάζουν
άνθρωποι για να κρατηθούν από την πόρτα . Φοβάμαι πως θα πιαστούν πάλι πάνω
μου. Αφήνω τον άντρα κ αρχίζω να κολυμπώ…»
Μετά από τρεις ώρες
στη θάλασσα ηρθε η σωτήρια από παραπλέον σκάφος
«Γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα μας βγάζουν στο Λιμάνι της
Πάρου. Ο Εφιάλτης έχει τελειώσει.
Έτσι νόμιζα τουλάχιστον . Γιατί οι Εφιάλτες μόλις άρχισαν»
Και για κανέναν, για καμία ψυχή, για κανένα ναυαγό, για καμία
οικογένεια δεν έπαψαν κ δεν θα πάψουν ποτέ,
Γιατί ο χρόνος δεν αρκεί πανάκεια να γίνει κ γιατρειά για
τον πόνο, για τον φόβο, για την απελπισία, την οδύνη, την φρίκη, τον θάνατο.
(Στη μνήμη της
Χριστίνας που έφυγε άδικα , 13 χρόνια μετά ,αφιερωμένο)